Η υπέρμετρη επιβάρυνση –φορολογική και ασφαλιστική –των αγροτών έχει συμφωνηθεί από το καλοκαίρι, κατά τη σύνταξη του Μνημονίου III που υπέγραψε η κυβέρνηση με τους δανειστές. Ακολούθησαν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου –με το γνωστό αποτέλεσμα.

Βεβαίως εδώ δεν ισχύει το περίφημο «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται»: ο καθένας έχει δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί και να αγωνιστεί για να αλλάξει μια ρύθμιση την οποία θεωρεί άδικη, ακόμη κι αν έχει στηρίξει με την ψήφο του εκείνους που έκαναν τη συμφωνία, όπως έπραξε σημαντικός αριθμός αγροτών.

Με την έννοια αυτή, η πανελλαδική κινητοποίηση του αγροτικού κόσμου πρέπει να απασχολήσει την κυβέρνηση και να την οδηγήσει σε έναν ουσιαστικό διάλογο, διότι σε πάμπολλες περιπτώσεις οι επιβαρύνσεις είναι τόσο μεγάλες που δεν αφήνουν περιθώρια επιβίωσης για τις αγροτικές οικογένειες.

Από την άλλη πλευρά, οι αγροτοσυνδικαλιστές οφείλουν να αντιληφθούν –ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια μπλόκων στους εθνικούς δρόμους –ότι το μόνο που πετυχαίνουν είναι να ενεργοποιούν τα αντανακλαστικά του «κοινωνικού αυτοματισμού»: κλείνοντας τους δρόμους, διαλύουν τις μεταφορές και προξενούν τεράστια ζημιά σε άλλες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες στρέφονται εναντίον τους.

Το έργο έχει παιχτεί κατ’ επανάληψιν στους εθνικούς δρόμους και όλες οι πλευρές γνωρίζουν το φινάλε. Γι’ αυτό απαιτείται εκατέρωθεν αίσθηση μέτρου.