Είναι ένα ανεκδοτολογικό περιστατικό από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, γνωστό στους παλαιότερους ηθοποιούς. Ενας σπουδαίος σήμερα πρωταγωνιστής, ομορφούλης νεαρός τότε, παντρεμένος με επίσης διάσημη συνάδελφό του, τσαλαβουτούσε στα κρυφά και διάφορες νεαρές του επαγγέλματος. Μάλιστα, με κάποια ανερχόμενη ενζενί είχε δέσει ο χαλβάς. Κάποια μέρα που είχε βγάλει βόλτα με το αυτοκίνητο τη συμβία του, εκείνη εντόπισε στα πόδια του καθίσματός της ένα γυναικείο εσώρουχο. «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε έξω φρενών. Και εκείνος καθώς οδηγούσε άνοιξε το παράθυρο, πέταξε το εσώρουχο και απάντησε ψύχραιμα και αποστομωτικά: «Τίποτα!».

Αυτό το ανέμελο και απενοχοποιημένο «πέρα βρέχει» φαίνεται ότι είναι το Famous Blue Raincoat της κυβέρνησης για να μην την πιάνει η βροχή αντιδράσεων και δημοσιευμάτων σχετικών με τις ακατάπαυστες τοποθετήσεις συγγενών των πολιτευτών του ΣΥΡΙΖΑ σε δημόσιες θέσεις. Βεβαίως και ο «διορισμός του μπατζανάκη» αποτελεί παθογένεια από συστάσεως ελληνικού κράτους. Ο απροκάλυπτος τρόπος όμως με τον οποίον το κάνει το κόμμα που ήλθε στην εξουσία ως εξάγγελος της πάταξης του παλαιοκομματισμού και, πρωτίστως, η απαξίωση στη σχετική κριτική είναι στις παρούσες συγκυρίες προκλητική για το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Το ότι εκθέτει τους «μπατζανάκηδες» που πιθανόν να έχουν τα προσόντα για τη θέση στην οποία βυσματώθηκαν ποσώς με ενδιαφέρει. Αυτό που με νοιάζει ως πολίτη αυτού του κράτους είναι ότι οι σοβαροί κυβερνώντες δεν συμπεριφέρονται σαν σύζυγοι που τσιλημπουρδίζουν. Οφείλουν να δίνουν εξηγήσεις ακόμη και στην, κατ’ αυτούς, λάσπη στον ανεμιστήρα. Οχι να «πετάνε τα σουτιέν από τα παράθυρα».