Η αυτοβιογραφία είναι ένα εγχείρημα υπονομευμένο εξαρχής. Ο αυτοβιογραφούμενος, ακόμη και αν δεν αποβλέπει συνειδητά ή όχι στη δικαίωσή του, αντιμετωπίζει δύο πειρασμούς στους οποίους συνήθως παραδίνεται αμαχητί. Ο ένας είναι η αυταρέσκεια της αφήγησης: η παράθεση λεπτομερειών που το πολύ να έχουν κάποια σημασία για τον ίδιο τον συγγραφέα (πρόσφατο και ακραίο παράδειγμα το μεγαλιθικό αυτοβιογραφικό «έπος» του Νορβηγού Κνάουσγκορντ). Ο δεύτερος είναι μια γραφή που δίνει εκ των υστέρων πλασματική συνοχή και τάξη σε βιώματα άτακτα, συγκεχυμένα και πολύσημα τη στιγμή της γένεσής τους. Ο αυτοβιογραφούμενος πρέπει να έχει τη διορατικότητα και ευρηματικότητα ενός πολύ ικανού συγγραφέα για να υπερβεί αυτούς τους πειρασμούς. Γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να μας εκπλήξει η ανακάλυψη τέτοιων αρετών σε ένα αυστηρά επιστημονικό σύγγραμμα, έστω στο επίμετρό του.

Πρόκειται για τον τόμο «Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40» (Αλεξάνδρεια). Περιέχει τις εισηγήσεις ενός συνεδρίου που διοργανώθηκε τον Νοέμβριο του 2012 προς τιμήν του πρωτοποριακού «γερμανοέλληνα» ιστορικού Χάγκεν Φλάισερ, με αφορμή την αφυπηρέτησή του έπειτα από μια απόλυτα ευδόκιμη ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Οι ίδιες οι εισηγήσεις είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Πολιορκούν από διάφορες οπτικές γωνίες ένα κρίσιμο θέμα, με το οποίο έχει ασχοληθεί και ο ίδιος ο Φλάισερ: τη διαχείριση της μνήμης της τραγικής δεκαετίας του 1940, στην Ελλάδα και αλλού. Παρακολουθούν και σημασιοδοτούν τις διακυμάνσεις της στο πέρασμα του χρόνου μέχρι σήμερα. Για την ιστορία ειδικά της ελληνικής λογοτεχνίας είναι σημαντική η εισήγηση της Αγγέλας Καστρινάκη για την πραγμάτευση του Εμφυλίου από λογοτέχνες της δεξιάς παράταξης τη δεκαετία του ’50 (η λεγόμενη «μαύρη λογοτεχνία») και τις αλλαγές που έγιναν αργότερα τόσο στα κείμενα όσο και στην πρόσληψή τους από την αντίπαλη πλευρά, στο πλαίσιο ιδεολογικών μετατοπίσεων και της προσέγγισης των δύο πόλων από τη δικτατορία και έπειτα.

Αλλά, όπως προϋπαινίχτηκα, θέλω να σταθώ στο επίμετρο, γραμμένο από τον τιμώμενο, γιατί το θεωρώ ένα υποδειγματικό αυτοβιογραφικό σχεδίασμα. Αντί για μια συνεχή αφήγηση, με τους κινδύνους που περιέγραψα, ο Φλάισερ επιλέγει να μιλήσει για τις εμπειρίες που τον διαμόρφωσαν και για την ακαδημαϊκή πορεία του χρησιμοποιώντας την τεχνική των σποτ. Εστιάζοντας καλειδοσκοπικά σε θραύσματα της μνήμης και γρήγορα εναλλασσόμενα θέματα κατορθώνει να αποδώσει το πρωτογενές φορτίο των βιωμάτων και να συναρμολογήσει τις σκόρπιες ψηφίδες σε ένα πανόραμα πολύ πιο ζωντανό και μεστό από μια «τακτοποιημένη», εξαντλητική (και με τις δύο σημασίες) αυτοβιογραφία.

Βλέπουμε έτσι με τα μάτια ενός μικρού Γερμανού γεννημένου προς το τέλος του πολέμου την εικόνα μιας ερειπωμένης Γερμανίας, διαβάζουμε για τις τακτικές επιβίωσης ενός εξαθλιωμένου πληθυσμού, για τα μοιραία παιχνίδια των παιδιών με ξεχασμένες βόμβες, για τους γερμανούς σαλταδόρους (!), αλλά επίσης για τον ρατσισμό προς τους ομοεθνείς πρόσφυγες από τα ανατολικά (γνώριμό μας μοτίβο και αυτό) και πάνω από όλα για τις απωθημένες ενοχές, τις αναπάντητες απορίες για τους πρωταίτιους του πολέμου, απορίες που θα ορίσουν αργότερα το ερευνητικό πεδίο του Φλάισερ. Χιούμορ, ειρωνεία, αυτοσαρκασμός υπεισέρχονται στην αφήγηση όχι για να αποδραματοποιήσουν κάτι αδύνατο άλλωστε να αποδραματοποιηθεί αλλά ως λοξή ματιά που διαλύει τη σκουριά του συναισθηματικού αναμηρυκασμού του παρελθόντος (άλλη μια σοφή επιλογή). Ο Φλάισερ μιλάει επίσης για την έκθεσή του, ως ιστορικού, σε διασταυρούμενα πυρά από τη φυσική και τη θετή πατρίδα του. Γιατί είναι βέβαια πλούτος να μετέχεις σε δύο διαφορετικές κουλτούρες, αλλά το να μεσολαβείς ανάμεσά τους δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο.