Οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» ανέδειξαν τη Θεσσαλονίκη σε έναν από τους must προορισμούς κυρίως για το φαγητό της. Ετσι οι φίλοι μου οι Θεσσαλονικείς κέρδισαν έναν γύρο στην αέναη ιστορία αντιπαλότητας με την Αθήνα. Τα επινίκια γιορτάστηκαν στα σόσιαλ μίντια με αναρτήσεις εδεσμάτων (και ρεβανσιστικές λεζάντες γηπεδικού λανγκάζ) και με το μπουγατσάν, αυτό το υβριδικό γλύκισμα, διασταύρωση κρουασάν και μπουγάτσας, να κυριαρχεί. Πέραν της έστω και χαριτωμένης γραφικότητας ωστόσο, είναι μάλλον θλιβερό να διαπιστώνεις πως ένα βασικό στοιχείο πολιτισμού, στην προσπάθεια να αναβαθμιστεί, εκπίπτει τελικά σε κακοποιημένη μόδα.

Γιατί το φαγητό είναι σίγουρα στοιχείο πολιτισμού και παράδοσης. Γι’ αυτό και η Θεσσαλονίκη, ως πολυπολιτισμική πόλη, έχει δικαιωματικά τα πρωτεία. Η μόδα της γαστρονομίας όμως, έτσι όπως έχει «φορεθεί» απανταχού της χώρας τα τελευταία χρόνια, ουδεμία σχέση έχει με πολιτισμό. Στραπατσαρισμένες συνταγές, αποδομημένες γεύσεις και διακαής αναζήτηση του καινούργιου σε μια βρώσιμη τέχνη όπου το ουσιαστικά μοντέρνο είναι το παλιό. Συγκρίνεται, για παράδειγμα, το κουλούρι με το μπουγατσάν; Πόσους όμως από τους, κατά δήλωσή τους, διαδικτυακούς γευσιγνώστες θα συγκινούσε ένα στρογγυλό ζυμάρι με σουσάμι και μια τρύπα στη μέση αν κάποιος το έφτιαχνε τώρα για πρώτη φορά; Για να συντηρηθεί όμως μια μόδα, αφού στη φύση της είναι να πεθαίνει νωρίς, έχει ανάγκη από τρικ και ιδεολογήματα. Ετσι, όταν διαβάζω για τραχανάδες που επαναστατούν και ότι το ροζ αλάτι Ιμαλαΐων είναι πιο τίμιο από τα ροζ πέναλτι, θυμάμαι αυτό που είχε πει ο Ιβ Σεν Λοράν: «Η μόδα είναι ανίατη ασθένεια».