Φεύγοντας από τον Λευκό Οίκο το 2001, ο Μπιλ Κλίντον άφησε πίσω του τρία πράγματα. Το ένα ήταν ένα υπέροχο αυτοσαρκαστικό βίντεο για τις τελευταίες του ημέρες στην προεδρία. Πρωταγωνιστεί ο ίδιος. Και ως απερχόμενος πρόεδρος, περιφέρεται μόνος του στους διαδρόμους, το προσωπικό και οι δημοσιογράφοι τον αγνοούν (η μόνη που βρίσκεται στην αίθουσα Τύπου είναι η θρυλική Ελεν Τόμας, αλλά κι αυτή έχει αποκοιμηθεί στην καρέκλα της), ενώ σκοτώνει τον χρόνο του πλένοντας την προεδρική λιμουζίνα ή χαζεύοντας τον κάδο του πλυντηρίου ρούχων να γυρίζει. Το δεύτερο που άφησε ήταν ένας πολιτικά μακάβριος αφορισμός: «Οι πρόεδροι είναι σαν τους φύλακες νεκροταφείων. Εχουν πολλούς κάτω από τα πόδια τους, αλλά δεν τους ακούει κανείς». Και το τρίτο ήταν μια καλύτερη χώρα.

Μια καλύτερη χώρα θα αφήσει πίσω του σε έναν χρόνο και ο Μπαράκ Ομπάμα. Ισως δεν είναι τόσο ισχυρή όσο ήταν άλλοτε –και μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αλλά η Αμερική που παρέλαβε ήταν μια χώρα σε βαθιά κρίση. Και σήμερα η οικονομία αναπτύσσεται, η ανεργία έχει μειωθεί στο μισό και εκατομμύρια Αμερικανοί απέκτησαν κοινωνική ασφάλιση χάρις σε μια μάχη που έδωσε προσωπικά ο ίδιος, ενώ προσωπικές ήταν και οι μάχες που συνεχίζει να δίνει για την κλιματική αλλαγή και την οπλοκατοχή. Ολα αυτά θα τα υπενθυμίσει ο αμερικανός πρόεδρος στη σημερινή του ομιλία για την Κατάσταση του Εθνους που θα είναι και η τελευταία των δύο θητειών του. Αλλά πέρα από αυτά, ο Μπαράκ Ομπάμα πιστώνεται έναν μεγάλο άθλο: είναι ένας από τους λίγους ηγέτες που έδωσαν δονκιχωτικές μάχες απέναντι σε ένα εχθρικό Κογκρέσο και κατάφεραν να τις κερδίσουν.

Δεν έχει νόημα να αναρωτηθεί κανείς τι θα είχε πετύχει ο Ομπάμα εάν ήλεγχε την πλειοψηφία του Κογκρέσου. Αρκεί να θυμηθεί πόσο εύθραυστη και λεπτή υπόθεση είναι η πρόοδος μιας χώρας. Και να περιμένει το δικό του υπέροχο αυτοσαρκαστικό βίντεο του αποχαιρετισμού.