Εδώ και κάμποσα χρόνια το έχω έθιμο να αγοράζω εγώ τις βασιλόπιτες της ευρύτερης οικογένειας. Από το ίδιο πάντα ζαχαροπλαστείο, περίφημο για τα πολίτικα παρασκευάσματά του, που θυμάμαι από τότε που πρωτάνοιξε, στη γειτονιά μου, όταν ήμουν παιδί. Μέχρι πρόσφατα σε τίποτα δεν είχε αλλάξει. Στο ίδιο σημείο, με το ίδιο (ανύπαρκτο) ντεκόρ, το ίδιο καλλιγραφικό και παλαιομοδίτικο πλέον λογότυπο. Τις ίδιες γεύσεις στα γλυκά του, ακόμη και την ίδια υπάλληλο. Υπερήλικη τώρα, κοριτσόπουλο τότε, είχαμε συνάψει μεταξύ μας μία ανομολόγητη συνωμοσία και δεν έλεγε στη μαμά μου –που πάντα με ήθελε πιο αδύνατη –για τις πάστες που αγόραζα κρυφά. Οι πράσινες μου άρεσαν, οι «φιστίκι», σε εκείνο το δισκάκι από πεπιεσμένο χαρτί, κυματιστό στις γωνίες. Τις κλείδωνα σε ένα συρτάρι του γραφείου μου, μετά τις ξεχνούσα, έλιωναν, βρωμούσαν, μαζεύονταν μυρμήγκια, τις ανακάλυπτε η μαμά μου και στο τέλος τις έτρωγα. Οχι τις πάστες, τις ξυλιές. Στο ίδιο συρτάρι αργότερα κλείδωνα τσιγάρα. Μη σας πω ότι για μια περίοδο, τσιγάρα και μισολιωμένες πάστες συγκατοίκησαν.

Να τώρα τι έπαθα. Παρασύρθηκα από αυτήν την αλήτισσα, τη νοσταλγία. Γι’ αυτήν ήθελα να γράψω. Ας πάμε λοιπόν πίσω στις βασιλόπιτες. Πριν από λίγα βράδια, συνειδητοποίησα ότι άργησα να τις παραγγείλω και με έπιασε, άνευ λόγου, αγωνία ότι το ζαχαροπλαστείο «μου» –που πριν από περίπου έναν χρόνο μετακόμισε, κρίση γαρ, σε πιο low budget γειτονιά –θα είχε κλείσει. Πανικός, λες και δεν υπάρχουν βασιλόπιτες σε όλη την Αθήνα. Στον ύπνο μου είδα να με κυνηγάνε τεράστιες πάστες – φιστίκι που μου πετούσαν σακέρ παρέ και το πρωί με την ψυχή στο στόμα πήρα τηλέφωνο. Μόλις άκουσα τη γνωστή φωνή της υπαλλήλου, με το ανεπαίσθητο πολίτικο αξάν, σαν να αποκαταστάθηκε εντός μου η ισορροπία του κόσμου. Οχι βέβαια για τις βασιλόπιτες αλλά γιατί εξέλειψε η απειλή ότι θα έπαυε μια συνέχεια. Αυτό που τροφοδοτεί τη νοσταλγία. Ανελέητα. Γιατί η νοσταλγία έχει πόνο. Το λέει και η λέξη. Το άλγος του πόνου. Της επιστροφής, δηλαδή, στα παντός είδους «πάτρια εδάφη».

Η επιστροφή στις πατρίδες του παρελθόντος, κτυπάει alert σε εποχές, όπως η σημερινή, που το μέλλον είναι αχαρτογράφητο και απειλητικό. Οταν νιώθεις πως η συνέχεια που διέσωσες μέχρι τώρα είναι εκτεθειμένη στο ανεξέλεγκτο. Ετσι, περισσότερο από άλλες χρονιές, λόγω αυτού που ζούμε τους τελευταίους μήνες, κεφαλαιοποιήθηκε συναισθηματικά η νοσταλγία φέτος στις γιορτές. Με αναφορές στον δημόσιο και ιδιωτικό, διαδικτυακό και διαπροσωπικό, γραπτό και προφορικό λόγο για τα Χριστούγεννα και τον Αϊ-Βασίλη του Μινιόν, το παλιό Ζόναρς, τη φωτισμένη οδό Σταδίου του 1960, τα παλιά παιχνίδια. Αποσπασματικές εικόνες, ανακουφιστικές «για τον πόνο του άλλου», που καθαρίζουν τις βρωμιές και εξωραΐζουν τις ασχήμιες μιας πραγματικότητας, για πολλούς τότε, δύσκολης και αδυσώπητης. Οπως μου το έλεγε κορυφαίος λογοτέχνης μας: «Νοσταλγώ εκείνο το πανέμορφο νεοκλασικό κτίριο στη γωνία Πανεπιστημίου και Βασ. Σοφίας που στεγαζόταν η Ασφάλεια Αθηνών αλλά μετά θυμάμαι ότι από εκεί έπεσαν οι πρώτες σφαίρες στα Δεκεμβριανά».

Δεν νοσταλγούμε λοιπόν τα διάφορα Μινιόν αλλά αυτό που υπήρξαμε εμείς τότε. Οπως το λέει ο Ιονέσκο στις «Καρέκλες»: «Θυμάμαι τότε που είχα εκείνον τον υπέροχο πόνο στη μέση». Ετσι και τα σημερινά πιτσιρίκια δεν πρόκειται να ξεφύγουν από τη νοσταλγία. Επειτα από χρόνια θα βρίσκουν την εποχή μας γοητευτική. Τους λόγους θα τους βρουν εκείνα. Οπως τα μικρανίψια μου που τις προάλλες, μετά το παιδικό θέατρο, τα τραβοκοπούσα, μέσα στα νεύρα εγώ, στο σουπερμάρκετ. Κάποτε θα λένε: «Θυμάσαι εκείνη την υπέροχη Πρωτοχρονιά που ήμασταν με τη θεία κ.λπ. κ.λπ. Το ’16 ήταν ή το ’18;». Αντε βρε, και αυτό το «τιμημένο» που μας έκανε χθες ποδαρικό, ό,τι και να ‘ναι θα το βάλουμε κάτω. Και θα το καταφέρουμε. Για να δώσουμε στους επόμενους τα υλικά της δικής τους νοσταλγίας.

ΥΓ: Μεταξύ μας, η βασιλόπιτά «μου» δεν είναι και η καλύτερη του κόσμου. Η νοσταλγία όμως και η νοστιμιά έχουν την ίδια ρίζα.