Θα μπορούσε να είναι η νουθεσία ενός πατέρα προς τους έφηβους γιους του. Ή η εισαγωγική φράση σε κάποιο από εκείνα τα φτηνά βιβλία που προσφέρουν από οδηγίες αυτοβελτίωσης μέχρι μαθήματα αυτογνωσίας. Αλλά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν είναι ούτε πατέρας δύσκολων εφήβων ούτε συγγραφέας πρακτικών οδηγών ζωής. Τότε πώς μπορεί να διαβαστεί η δήλωσή του ότι «οι Ελληνες δεν πρέπει να ρίχνουν το φταίξιμο στους άλλους, αλλά να βλέπουν πώς θα γίνουν οι ίδιοι καλύτεροι»; Είναι μια τέτοια δήλωση πολιτική; Και για ποιον λέει περισσότερα; Γι’ αυτούς στους οποίους αναφέρεται ή γι’ αυτόν που την κάνει;

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει κατακτήσει κάτι σπάνιο για εν ενεργεία πολιτικό: μπορεί και μιλάει σαν βετεράνος της πολιτικής. Σαν ένας απόμαχος του πολιτικού στίβου που δεν κρατάει τα αποστάγματα της σοφίας του για τον εαυτό του, αλλά τα προσφέρει γενναιόδωρα ως συμβουλές στους άλλους. Σπάνιο ως βιτριολικό είναι και το είδος του χιούμορ που διακονεί. Ενα δείγμα είχε δώσει τον περασμένο Οκτώβριο μιλώντας για το Οχι του δημοψηφίσματος που ερμηνεύτηκε ως Ναι. «Εγώ αυτό δεν το κατάλαβα. Αλλά εγώ δεν είμαι Ελληνας» είχε πει και δεν είναι καθόλου δύσκολο να τον φανταστεί κανείς να συνοδεύει εκείνη τη δήλωση με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

Αν όλα αυτά λένε κάτι για τον Σόιμπλε, για τους αποδέκτες των δηλώσεών του, δηλαδή τους Ελληνες, δεν θα έπρεπε να λένε τίποτε απολύτως. Δεν θα έπρεπε να λένε κάτι ούτε στους εκπροσώπους τους. Είπαν όμως στην κυβερνητική εκπρόσωπο που αποφάνθηκε ότι «αξίζει να υπενθυμίσει κάποιος στον κ. Σόιμπλε ότι η Ελλάδα δίνει μια μάχη ανθρωπισμού στα σύνορα της ΕΕ, μάλιστα σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που δημιουργήθηκαν από πέντε χρόνια συνεχούς λιτότητας». Το πρόβλημα δεν είναι να μιλάει κανείς για σένα σαν να σε θεωρεί δύσκολο έφηβο. Είναι να απαντάς εσύ ως τέτοιος και με το ύφος του θιγμένου που τον αδικούν και οι άλλοι και η ζωή και χρειάζεται επειγόντως πρακτικό οδηγό.