Αν μπορούσε να πάρει η ζωή μας και η καθημερινότητά μας τον βαθύ χαρακτήρα των πραγμάτων που παρατηρεί ο καθένας μας αλλά δεν τα συζητάει ποτέ με τους άλλους! Ή μένει διστακτικός ώστε να τα σκεφθεί και να τα καταχωρίσει στον απολογισμό που κάνει ο καθένας μας στο τέλος της ημέρας.

Ωστόσο δεν φαίνεται να μας έχει λείψει, αν όχι η ευαισθησία, τουλάχιστον η παρατηρητικότητα για περιπτώσεις στις οποίες η ζωή φαίνεται να μην έχει να πάει άλλο παρακάτω, να έχει φθάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι της εξαθλίωσης. Αφού ό,τι χειρότερο μπορεί να σε περιμένει είναι να βρεθείς σε ένα σαπιοκάραβο με χαμένους τους δικούς σου και με προορισμό, αν δεν έχεις πνιγεί κι εσύ, έναν τόπο άγνωστο, όχι βέβαια για να χαρείς ανακαλύπτοντάς τον, αλλά για να προστεθεί ένας ακόμη εφιάλτης σε όσους ήδη ζεις.

Αν θέλεις όμως να καταλάβεις με πόσο λεπτές αποχρώσεις ολοκληρώνεται η ζωή ακόμη και μέσα στην πιο σκληρή, απάνθρωπη συνθήκη της, δεν έχεις παρά να παρατηρείς εντατικά το κάθε τι που συμβαίνει γύρω σου. Οπως αίφνης στα εκδοτήρια των εισιτηρίων του μετρό. Οχι βέβαια πολύ συχνά, αλλά ούτε και σπάνια, ένας ταλαιπωρημένος νεαρός ή μεσήλικος (πάντα άντρας, ποτέ γυναίκα) στέκεται μπροστά στο μηχάνημα τη στιγμή που το «τροφοδοτείς» με το ένα ευρώ και τα είκοσι λεπτά ή με τα εξήντα λεπτά (αν συμβεί να έχεις περάσει τα 65). Εχει «οργανώσει» το αίτημά του για τα δέκα, είκοσι ή πενήντα λεπτά που σου ζητάει, ανάλογα με τον αριθμό των κερμάτων που έχει προσέξει να ρίχνεις στη σχισμή.

Για να συνειδητοποιήσεις κατάπληκτος, συνήθως αφού έχεις απομακρυνθεί, κάτι που ουδέποτε θα μπορούσες να σκεφθείς αν δεν σε εξουθένωνε μια τεράστια ανάγκη. Ο ταλαιπωρημένος νεαρός ή μεσήλικος έχει αντιληφθεί αν κρατάς το ακριβές αντίτιμο ή αν περιμένεις ρέστα κι έχει ανάλογα ρυθμίσει την άλλοτε εξουθενωμένη και άλλοτε ικετευτική παράκλησή του –συχνά και τα δύο μαζί. Αν δηλαδή έριξες στη σχισμή το ακριβές αντίτιμο, πιάνει να σε παρακαλάει ευθύς μόλις ολοκλήρωσες τη σχετική διαδικασία, αν περιμένεις ρέστα, το κάνει μόλις ακουστεί ο ήχος των κερμάτων που πέφτουν στην προστατευμένη με το γνωστό πλαστικό τζαμάκι υποδοχή.

Τι αποκάλυψη αλήθεια αυτή: ένας άνθρωπος να φαντάζεται πως μπορεί να ζήσει με κάτι ελάχιστο, όταν εσύ που του το προσφέρεις –αν του το προσφέρεις –δεν έχεις αντιληφθεί τον τρόπο που μηχανεύτηκε για να σου το αποσπάσει. Δεν ξέρω (ζητώ συγγνώμη για το πρώτο ενικό), αλλά αισθάνομαι πως μέσα σε αυτόν τον ανύπαρκτο ουσιαστικά χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στη ρίψη των χρημάτων στη σχισμή και στον ήχο που κάνουν ενώ επιστρέφουν τα ρέστα, ή δεν κάνουν γιατί δεν υπάρχουν ρέστα, κρύβεται κάτι από το βαθύ μυστήριο του ανθρώπου.