Οταν στον πατέρα μου διαγνώσθηκε καρκίνος και ο γιατρός μάς είπε ότι το τέλος ήταν θέμα μηνών, το κυρίαρχο συναίσθημά μου ήταν ένας μεγάλος θυμός. Κατά πάντων, ακόμη και κατά του ίδιου του πατέρα μου. Θύμωσα που «πήγε κι έπαθε καρκίνο», αλλά όταν το συνειδητοποίησα, ντράπηκα, ένιωσα τύψεις και ζήτησα τη συμβουλή φίλου ψυχιάτρου. Με καθησύχασε. Μου είπε, πάνω – κάτω, ότι ο βαθύς πόνος εξεγείρει συχνά με αυτόν τον τρόπο το συναίσθημα που, σε πρώτο στάδιο, στρέφεται ενάντια σε ό,τι διασαλεύει την κανονικότητα.

Τα σκεφτόμουν καθώς έβλεπα σε ένα βίντεο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα την Ιοκάστη της Σάμου. Νέα γυναίκα και ευειδής. Μάνα τεσσάρων παιδιών, το μικρότερο 15 μηνών, γυναίκα πυροσβέστη. Ενα πρωί, πριν από τρεις μήνες, ξύπνησε και αποφάσισε να μαγειρέψει μακαρόνια για τους πρόσφυγες. Για 30 άτομα την πρώτη ημέρα, την επόμενη για 60, μετά για 100, για 200, σήμερα φθάνει ακόμη και τις 4.000. Χωρίς υποδομές, σε οικιακές κουζίνες, επιστρατεύοντας φίλους και γνωστούς. Η Ιοκάστη μιλάει στην κάμερα νευρικά, με ένταση και δείχνει θυμωμένη. Οχι συγκινημένη. Δεν αγκαλιάζει δακρύζοντας τα προσφυγόπουλα όπως η Σούζαν Σαράντον. Τα φωνάζει να έρθουν να πάρουν το φαγητό τους σαν αυστηρή δασκάλα. Δεν δείχνει λύπηση γιατί η λύπηση είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα μέρος της συνθηκολόγησης με το πρόβλημα. Ο θυμός είναι αντίδραση, αντίσταση στη διατάραξη της ισορροπίας. Και η θυμωμένη Ιοκάστη, σαν αρχέτυπο χαρακτήρα σε αρχαίο δράμα. Οχι μόνο λόγω ονόματος.

ΥΓ: Ο τίτλος είναι από το μυθιστόρημα της Ντόρας Γιαννακοπούλου.