Θα ήταν μια λύση για την κυβέρνηση να καταφύγει στη μέθοδο Αποστόλου. Θα μπορούσε να πει στους δανειστές ότι θα ψηφίσει το παράλληλο πρόγραμμα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα το εφαρμόσει κιόλας. Το γεγονός ότι προτίμησε να μην ακολουθήσει την οδό που χάραξε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, αλλά να αποσύρει το νομοσχέδιο, οφείλεται πιθανότατα στη δυσπιστία του κουαρτέτου. Οχι απέναντι στο παράλληλο πρόγραμμα και την εφαρμογή του αλλά σε όλα τα υπόλοιπα: τις αντοχές της κυβέρνησης, την αποφασιστικότητά της να τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε τον περασμένο Αύγουστο με το τρίτο Μνημόνιο, τη συνέπειά της.

Δεν ήταν δύσκολο να διαρραγεί η εμπιστοσύνη. Τα κυβερνητικά κόμματα ψηφίζουν διαφωνώντας και το καζάνι που βράζει δεν είναι οι Κοινοβουλευτικές τους Ομάδες. Είναι, αν πιστέψει κανείς τους λυγμικούς τους σπαραγμούς στη Βουλή, οι ίδιοι οι υπουργοί. Η δυσφορία εκδηλώνεται στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο και σε τέτοιο βαθμό ώστε ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει με επικοινωνιακή ανακούφιση τον κινηματικό εαυτό του, ο οποίος διαμαρτύρεται στους δρόμους όπως οι υπουργοί του οδύρονται στο βήμα της Βουλής.

Είναι ένας βολικός εσωτερικός διχασμός. Η μικρή περιπέτεια του παράλληλου προγράμματος, πάντως, έδειξε ποια είναι τα περιθώρια της κυβέρνησης να κάνει κοινωνική πολιτική: όπως και να το δει κανείς, παράλληλα, κάθετα ή οριζόντια, κυβερνητικά ή κινηματικά, τα περιθώρια αυτά είναι ανύπαρκτα. Και δεν είναι μόνο το παράλληλο πρόγραμμα που, εκτός από ακοστολόγητο, αποδείχθηκε πολύ καλό για να είναι αληθινό. Σχεδόν όλες οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες εκτός σκληρού πυρήνα του Μνημονίου, όπως στην Παιδεία, απορρίπτονται ως απότοκα της παράλληλης πραγματικότητας την οποία δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως αυτός, ως αντιμνημονιακή δύναμη. Το αποτέλεσμα είναι το σημερινό ψυχόδραμα. Και το ερώτημα πλέον είναι αν αυτό το ψυχόδραμα θα εξελιχθεί σε θρίλερ. Σε ένα Ψυχώ όπου τη διχασμένη προσωπικότητα του Νόρμαν Μπέιτς θα ερμηνεύουν πεντέξι υπουργοί μαζί.