Ο Λάκης Λαζόπουλος έχει ένα χούι. Σε παραμονές οποιωνδήποτε εκλογών κάνει μια εκπομπή στην οποία δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για να περάσει (όχι να εκφράσει) τη γνώμη του. Αν αυτό, από τη στιγμή που η γνώμη δεν διατυπώνεται ξεκάθαρα αλλά μέσω ενός θεάματος που προσομοιάζει στο θέατρο, είναι σωστό ή λάθος, δεν το θέτω ως θέμα. Οι έννοιες αυτές εξάλλου έχουν αποκτήσει μια εντυπωσιακή ελαστικότητα και ευκαμψία. Ο Αδωνις Γεωργιάδης έχει ένα άλλο χούι. Κάθε τόσο ξυπνάει μέσα του ένας τύπος που μοιάζει να έχει δραπετεύσει από τη μυθολογία του ελληνικού σινεμά –όπου σίγουρα θα τον υποδυόταν ο Χατζηχρήστος. Εκρηκτικός κι αψίκορος, είναι έτοιμος να μπουκάρει όπου έχει μπούκα και να τα κάνει, έστω και λεκτικά, λαμπόγυαλο. Πάντα βέβαια γι’ αυτό που, ιδεοληπτικά, έχει στο μυαλό του ως καλό σκοπό.

Την περασμένη Τρίτη τα δύο χούγια συγκρούστηκαν μετωπικά. Με θύμα τον δημόσιο διάλογο που από κάποια στιγμή και μετά ακουγόταν μόνο σαν θόρυβος. Οι άνευ ειρμού τσιρίδες και οι κενές περιεχομένου ύβρεις του κυρίου Γεωργιάδη προσβάλλουν τους υποτυπώδεις κανόνες της στοιχειώδους ρητορικής. Το ότι ο κύριος Λαζόπουλος έβαλε μέσα στο παιχνίδι της πολιτικής αντιπαράθεσης τη μητέρα που δεν ζει πια προσβάλλει κατάφωρα το ταλέντο που σίγουρα έχει ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης. Λένε ότι ο πολιτισμός άρχισε από τη στιγμή που δύο άνθρωποι έβαλαν τα ρόπαλα κάτω και άρχισαν τον διάλογο. Στην περίπτωση Λαζόπουλου και Γεωργιάδη νομίζω ότι τα ρόπαλα έχουν μείνει μετέωρα και υπάρχει σοβαρό πρόβλημα εκκίνησης.