Ηταν το καλοκαίρι του 1981. Η Μελίνα Μερκούρη έπαιζε στην Επίδαυρο «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Καθώς είχε ανακοινωθεί ότι αυτή θα ήταν η τελευταία της εμφάνιση, στο αρχαίο θέατρο οι θεατές κρέμονταν σαν τα σταφύλια. Λίγο πριν αρχίσει η παράσταση, μπήκε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ορθιος ο κόσμος χειροκροτούσε για τρία λεπτά. Πέντε; Εφτά; Νομίζω δε ότι αν δεν τους έκανε νόημα ο ίδιος να σταματήσουν, θα χειροκροτούσαν άλλα τόσα. Και ήταν άνθρωποι που είχαν πάει να παρακολουθήσουν «Ορέστεια». Δηλαδή με ένα μίνιμουμ παιδείας.

Εμένα αυτό μου ήρθε στον νου όταν έβλεπα προχθές πλάνα και δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα στην πρεμιέρα του Λάκη Λαζόπουλου. Δεν συγκρίνω μεγέθη. Η διαφορά όμως του αυθόρμητου από το προκαθορισμένο, της πολιτικής διάστασης από την πελατειακή συνθήκη αναδύεται τόσο ανάγλυφη, που δεν μπορώ να μη μελαγχολήσω. Ο Πρωθυπουργός, στην πρώτη του δημόσια γι’ αυτήν τη σεζόν έξοδο, καλεσμένος μαζί με τηλεαστέρες – μαϊντανούς. Σε μια παράσταση που δεν ήξερε αλλά και δεν ρώτησε περί τίνος πρόκειται, αφού έπλεξε το εγκώμιο του Λαζόπουλου για τη συγγραφή του έργου, το οποίο είναι πασίγνωστη γαλλική ταινία. Με έναν από τους υπουργούς που τον συνόδευαν να έχει, πριν από λίγα χρόνια ως δημοσιογράφος, εξαπολύσει μύδρους κατά του καλλιτέχνη. Και με τον ίδιο τον καλλιτέχνη να έχει εκχωρήσει τη σάτιρα στην εξουσία μετατρέποντάς την σε προπαγάνδα. Νομίζω ότι αυτή τη βραδιά σαν να έπεσε αυλαία στην παραδοσιακή σχέση της Αριστεράς με τη διανόηση. Ασε που και ο Αισχύλος δεν μένει πια εδώ.