Στα δεκαεννιά του μακαρίτη

Ενα από τα αυτονόητα δικαιώματα κάθε ανθρώπου είναι να γράψει ένα βιβλίο. Το να έχει κάτι να πει δεν είναι απαραίτητο. Ούτε χρειάζεται να έχει προσωπική αντίληψη για όσα περιλαμβάνει στο γραπτό του. Δεν υπάρχουν κανόνες σε αυτά τα πράγματα –και αν υπάρξουν, δεν θα είναι για καλό.

Το κακό είναι ότι τα βιβλία είναι σαν τις μπαλοθιές που πέφτουν σε πολλά κρητικά γλέντια –ποτέ δεν ξέρεις ποιον θα χτυπήσει η σφαίρα. Να, στην περίπτωση των Παπανδρέου – Μάργκαρετ και Δήμητρας τα σκάγια έφτασαν πολύ ψηλά και χτύπησαν τη μνήμη του Ανδρέα.

Κοντά είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του –και ενώ η ελληνική κοινωνία έχει μετατραπεί σε μια ζούγκλα Μνημονίων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πώς βλέπουν οι πολίτες το παρελθόν –ο Ανδρέας παραδίδεται στη χλεύη του κουτσομπολιού, πολιτικού και αισθηματικού.

Οχι ότι ο μακαρίτης χολόσκαγε εν ζωή για έννοιες όπως η υστεροφημία –το απέδειξε άλλωστε με τα καμώματα στα προσωπικά του τα τελευταία χρόνια του. Ούτε ότι κανείς –οπαδός ή ορκισμένος αντίπαλος –θα αλλάξει τη γνώμη του για τον Ανδρέα επειδή θα επηρεαστεί από τα όσα γράφουν οι σύζυγοι. Αλλά να: αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τουλάχιστον μην την εξευτελίζεις –και μάλιστα γραπτώς. Διότι τα γραπτά μένουν, ακόμα και τα Αρλεκιν.

Βεβαίως, η σιωπή δεν είναι χρυσός και σίγουρα οι άνθρωποι που πέρασαν λίγα ή περισσότερα χρόνια δίπλα σε κάποιον που κυβέρνησε την Ελλάδα έχουν να συνεισφέρουν στην ιστορική έρευνα για την εποχή και τα πεπραγμένα του. Αλλά και το «τα εν οίκω μη εν δήμω» έχει την αξία του, όπως και το ότι δεν κρατάμε πρακτικά όταν βλέπουμε στον ύπνο μας τον μακαρίτη.