Μπορεί να σφίγγει η ζωή, και να βαρέθηκες ν’ ανοίγεις στο ζωνάρι σου καινούργιες τρύπες, αλλά το θέαμα τόσων ψυχών να μεταφέρονται από τόπο σε τόπο σαν άχρηστη πραμάτεια δεν έχει ταίρι.

Είναι καιρός πια (πόσος καιρός;) που βλέπεις αυτό το πηγαινέλα ανθρώπων από στεριά και θάλασσα κι από στεριά σ’ άλλη στεριά να μην έχει τελειωμό.

Πρώτα τους στοιβάξανε σε βάρκες σκυλοπνίχτρες, ύστερα όσοι μπόρεσαν να βρουν στεριά για να πατήσουν (γιατί οι άλλοι άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά πάει, τους κατάπιαν θάλασσες), μέρες στον ήλιο να τους «ταυτοποιήσουν», βδομάδες να περιμένουν το καράβι για Θεσσαλονίκη, και στα μισά του δρόμου πίσω για Πειραιά γιατί δεν τους θέλανε κάτι γείτονες της συμφοράς, και μετά άντε πάλι με τα πόδια άντρες, γυναίκες και παιδιά, κομβόι για τα σύνορα.

Σπαρμένοι εδώ κι εκεί σε κάτι πρόχειρες σκηνές – τσαντίρια κι αφημένοι στην τύχη τους.

Είδανε κι αποείδανε, δεν τους χώραγε κανένα τρένο, κανένα φορτηγό, κάτσανε στις γραμμές κι ένας ένας έπαιρνε βελόνα και κλωστή και ράβανε βελονιά τη βελονιά τα στόματά τους.

Κόπηκαν οι συγκοινωνίες, τα εμπορεύματα σαπίζανε, οι μεγαλοεταιρείες χάνανε τα λεφτά τους, η κυβέρνηση (ποια κυβέρνηση; Πού κυβέρνηση;) άρχισε να χάνει υπομονή, ιδεολογία, ψυχραιμία, πήρε κι αυτή τα ΜΑΤ τα ξορκισμένα με τον άγριο απήγανο, και με το καλό; Με το άγριο; Δεν ξέρουμε. Δεν άφησε δημοσιογράφους να πλησιάσουνε σε απόσταση τριών χιλιομέτρων, όχι για να μην καταγράψουν την επιχείρηση, αλλά για το καλό τους. Για να μην κινδυνέψουν. Από τι; Από τα ΜΑΤ; Απ’ τους πρόσφυγες που ως γνωστόν οπλοφορούνε; Το υπουργείο ξέρει. Ποιο υπουργείο; Κανείς δεν ξέρει.

Κι έτσι ό,τι έγινε στην Ειδομένη θα το ξέρουμε μόνο από τα πλάνα που τράβηξε η Αστυνομία.

Το ‘δαμε κι αυτό. Αστυνομική Ενημέρωση.

Μήπως μαζί με την ΕΡΤ να ξανανοίξουμε την ΥΕΝΕΔ;

Μια ιδέα ρίχνω. Αν και πιστεύω το ‘χουν υπόψη τους το θέμα οι κρατούντες.

Ετσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν ξέρω πώς, τους πήρανε με τον τρόπο τους από τα σύνορα (με τον γνωστό τρόπο των ΜΑΤ φαντάζομαι, αν και δεν θέλει μεγάλη φαντασία), τους χώσανε στα λεωφορεία κι άντε πάλι για Αθήνα. Οπου θα τους αδειάσουν στο Τάε Κβον Ντο και στο Γαλάτσι για να κοιμηθούν το βράδυ, και το άλλο πρωί να σηκωθούν να πάνε Πλατεία Βικτωρίας, Ομόνοια, μέχρι να τους ξαναμαζέψουν, να τους ξαναπάνε, για να ξαναφύγουν και πάλι απ’ την αρχή.

Πλατεία – Γαλάτσι, Γαλάτσι – Πλατεία, Πλατεία – σύνορα, σύνορα – Αθήνα το δρομολόγιο της Φρίκης.

Σταμάταγα πάντα διαβάζοντας τον «Τελευταίο σταθμό», ποίημα σημαδιακό του Σεφέρη στον στίχο:

«Ομως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς».

Νόμιζα πως ήξερα το νόημά της. Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα χρόνια για να νιώσω όλο το βάθος, το εύρος και το έρεβος που κρύβει.

Κι επειδή το ένα φέρνει τ’ άλλο (γιατί την ποίηση μπορείς όποτε θες να την καταχωνιάζεις για να βολευτείς προσωρινά, αλλά αυτή χωρίς να σε ρωτήσει έρχεται στα σκοτεινά και σε τραβάει απ’ το μανίκι), ήρθε στη γλώσσα μου, μόνη της η φράση απ’ το «Προφητικόν» του Ελύτη.

Φράση προφήτισσα που γράφει τον χρησμό της με το νύχι στον τοίχο του κόσμου:

«Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους».

Γιατί στην ποίηση δεν υπάρχει κάπιταλ κοντρόλ.

Μπορείς να κάνεις απεριόριστες αναλήψεις.

Δόξα σοι ο Θεός.