«Βλέπεις το ζευγαράκι που ζαχαρώνει στο παραδίπλα τραπέζι; Εάν τους παρασύρει τώρα η μουσική και σηκωθούν να χορέψουν, εγώ –ως καταστηματάρχης –οφείλω να επέμβω και να τους καθίσω στις καρέκλες τους!».

«Γιατί;» απόρησα κι ο νους μου πήγε στο εφιαλτικό ενδεχόμενο ο τοπικός μητροπολίτης να έχει ιδρύσει πρόσφατα καμιά θρησκευτική αστυνομία, όπως εκείνη στη Σαουδική Αραβία, η οποία διαθέτει περιπολικά και σταματάει τους οδηγούς και τους διατάζει να σπεύσουν στο τζαμί να προσευχηθούν.

«Διότι δεν έχω άδεια χορευτικού κέντρου! Απαγορεύονται, κατά συνέπεια, οι λικνισμοί εντός της επιχείρησής μου. Επί ποινή τσουχτερού προστίμου».

Ο συμμαθητής μου στο Δημοτικό, «μερακλής ταβερνιάρης» όπως συστήνεται πλέον, γέμισε τα ποτήρια μας κι άρχισε να μας περιγράφει το νομικό πλέγμα που αφορά την εστίαση στην Ελλάδα. Ιστοί αράχνης νιώσαμε να πλέκονται γύρω μας.

«Ξεκινάς υποβάλλοντας μια αίτηση στους αρμόδιους φορείς. Αφού πρώτα αποφασίσεις τι ακριβώς θέλεις να ανοίξεις. Εστιατόριο; Σνακ-μπαρ; Κυλικείο; Πιθανόν να σε συμφέρει περισσότερο να δηλώσεις ιδιοκτήτης καντίνας. Να της τραβήξεις μόνιμα χειρόφρενο και γύρω της να σηκώσεις τους τοίχους του μαγαζιού σου.

Πριν από είκοσι – είκοσι πέντε χρόνια, κάποιος ήθελε να φτιάξει μπιστρό. Πλην ο παμπάλαιος κανονισμός της πολυκατοικίας απαγόρευε ρητά τη λειτουργία «εστιατορίων και εν γένει οίκων ανοχής» στο ισόγειό της. Εξέδωσε συνεπώς άδεια βιβλιοπωλείου. Στόλισε καμιά δεκαριά τόμους εγκυκλοπαίδειας στη βιτρίνα και σερβίρει από τότε –ανενόχλητος σχεδόν –κρασιά και φιλέτα στο «αναγνωστικό κοινό»…».

«Είδες;» σχολίασα. «Παντού υπάρχει ένα παραθυράκι! Γι’ αυτό οι νόμοι στην πατρίδα μας σπανίως καταργούνται. Περιλαμβάνουν εξαρχής εντός τους τον τρόπο παράκαμψής τους!».

«Οι δικηγόροι θα έπρεπε να ονομάζονται «παραθυρατζήδες»!» συμφώνησε. «Πες λοιπόν ότι ξεροσταλιάζοντας στις υπηρεσίες –ωρυόμενος ή κάνοντας τα γλυκά μάτια στους υπαλλήλους –τη βγάζεις τη ρημάδα την άδεια. Δεν χρειάζεσαι προσωπικό; Να μην το δοκιμάσεις πριν το εμπιστευτείς;».

«Να το δοκιμάσεις…».

«Ελα όμως που για να περάσει ένας ψήστης το κατώφλι της κουζίνας σου –ώστε να διαπιστώσεις αν κατέχει την τέχνη του -, πρέπει να τον προσλάβεις! Που σημαίνει ότι μέχρι να καταλήξεις με ποιους θα συνεργαστείς, προσλαμβάνεις και απολύεις την επόμενη μέρα, νόμιμα και γραφειοκρατικότατα, όποιον σου ζητήσει δουλειά. Το ΙΚΑ εργάζεται πυρετωδώς ώστε να καταγράφει και να ασφαλίζει τους εργαζομένους. Τους εργαζομένους των είκοσι τεσσάρων ωρών!».

«Μη μου πεις πως στον χώρο σας δεν υπάρχει αδήλωτη εργασία!».

«Προφανώς και υπάρχει! Θεωρείται τυχερός όποιος εστιάτορας έχει πίσω πόρτα στο υπόγειό του. Οταν μπουκάρει ο έλεγχος, αμολάει τους αδήλωτους στον δρόμο και τους ξαναμαζεύει με τη λήξη του συναγερμού…».

«Μην ισχυρισθείς ότι όλοι κόβουν νόμιμες αποδείξεις…».

«Μέχρι να επιβληθούν τα capital controls και να αρχίσει ο κόσμος να πληρώνει με κάρτα και να σφίξουν γενικά τα λουριά, πολλοί και διάφοροι έγραφαν τον λογαριασμό στο χέρι. Είχαν σκεπάσει μάλιστα τις ταμειακές μηχανές με κεντήματα παραδοσιακά, της μανούλας τους, για να μην ασχημαίνουν τον χώρο. Τα καλοκαίρια, στα νησιά, οι λιμενικοί ειδοποιούσαν τους ταβερνιάρηδες ότι αριβάρισε το ΣΔΟΕ. Εκαναν εκείνοι για κάνα διήμερο τουμπεκί κι έπειτα τους κουνούσαν τα μαντίλια…».

«Τι γκρινιάζεις άρα; Τα πάντα προσχηματικά είναι στον κλάδο σας…».

«Αμα σεβόμασταν τους κανόνες, δεν θα μπορούσαμε απλώς να λειτουργήσουμε. Σε μια κοινωνία φουμαδόρων γίνεται εγώ να απαγορεύσω το κάπνισμα; Η πελατεία θα μετακομίσει αυτομάτως στην απέναντι ταβέρνα. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να αντικαταστήσουμε τα σταχτοδοχεία με ποτηράκια… Εάν προβλεπόταν, αντιθέτως, σε κάθε μαγαζί μια γωνιά καπνιστών, το μέτρο θα απέδιδε…

Η επιδίωξή τους όμως –κι αυτών και των προηγουμένων κι όσων έχουν ποτέ κυβερνήσει –δεν είναι να οριοθετήσουν ένα δίκαιο παιχνίδι. Μα να αναγκάζουν τους πολίτες να περνάνε μόνιμα κάτω από το ραντάρ της κρατικής εξουσίας με μέσα και με κόλπα.

«Τα μέσα και τα κόλπα»: η Ιστορία της Ελλάδας σε πέντε λέξεις».