Στην πολιτική κηδεία του Μηνά Χατζησάββα ο σύντροφός του –κι επίσης εξαιρετικός ηθοποιός Κώστας Φαλελάκης –είπε:

«Προσδοκούσε αυτό το γαμημένο σύμφωνο συμβίωσης που δεν έρχεται. Κι αντί για συλλυπητήρια θα έλεγα ότι υπάρχουν και διαφορετικοί άνθρωποι στην κοινωνία, το λέω, που είναι ομοφυλόφιλοι. Δεν το έκρυψε ο Μηνάς ποτέ αυτό. Δεν ντράπηκε ποτέ γι’ αυτό. Θέλουμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια και να πεθαίνουμε με αξιοπρέπεια. Δώστε μας αυτήν τη δυνατότητα επιτέλους».

Κι εξήγησε και γιατί το είπε:

«Ηταν απίστευτο, πάντως, αυτό που έζησα στο νοσοκομείο όταν πήγα για να πάρω τη σορό του και αυτό είναι ένα μήνυμα στον Πρωθυπουργό για το σύμφωνο συμβίωσης. Ημουν ο άνθρωπός του τα τελευταία 25 χρόνια, και όμως δεν ήταν αυτονόητο ότι μπορούσα να πάρω εγώ τη σορό του».

Πάμε παρακάτω. Ή μάλλον πάμε πιο πίσω.

Απ’ το Δημοτικό ήμασταν συμμαθητές και φίλοι. Φίλοι που χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε κάποτε κάπου στη Θεσσαλονίκη. Ο Νικόλας (που δεν τον λέγαν «Νικόλα»), διευθυντής σε τράπεζα, ζούσε με τον σύντροφό του τον Γιάννη (που δεν τον λέγαν «Γιάννη»), δικηγόρο.

Ο Νικόλας και ο Γιάννης –αν κι «εξέχοντα» μέλη της μέσης αστικής τάξης –ζούσαν στις παρυφές της κοινωνικής αποδοχής: κύκλος φιλικός, ΑΛΛΑ όχι επαγγελματικός. Κοινωνικές εκδηλώσεις, ΑΛΛΑ όχι οικογενειακές. Κοινές διακοπές, ΑΛΛΑ με προσχήματα. Ταξίδια, ΑΛΛΑ με προσοχή. Οπου κι αν πήγαιναν, ό,τι κι αν έκαναν, αυτό το «ΑΛΛΑ» τούς ακολουθούσε σαν μαύρος ίσκιος.

Ηταν, θα πεις, κι άλλες εποχές. Δεκαετία του ’80 γνωρίστηκαν. Αγαπήθηκαν κι αποφάσισαν να πορευτούν μαζί. Μαζί και οι τρεις: ο Νικόλας, ο Γιάννης και το βαριοΐσκιωτο ΑΛΛΑ τους.

Οταν ο φίλος μου αρρώστησε –κι αρρώστησε βαριά –τα συγγενολόγια ουδόλως συγκινήθηκαν. Ετσι κι αλλιώς, ο πατέρας του ο ίδιος τού είχε κλείσει την πόρτα στα μούτρα (γιατί το σόι του –με την αντρίλα που δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά –π@στηδες δεν βγάζει).

Στο μακρύ ταξίδι στη νύχτα της νόσου του ο Νικόλας δεν ήταν μόνος. Είχε δίπλα του όσους πραγματικά τον αγαπούσαν. Είχε εμάς τους φίλους του και πάνω απ’ όλα τον Γιάννη. Είχε τον Γιάννη.

Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για το πόσο άγριο ήταν το κουπί που τράβηξε ο σύντροφός του για τρία ολόκληρα χρόνια. Οχι μόνο για να σταθεί ψυχικά, αλλά και πρακτικά στον άνθρωπό του. Να δίνει καθημερινά μάχες με γιατρούς, νοσοκόμους, τραυματιοφορείς, κλινικές, εντατικές, αντιλήψεις, ομοφοβίες, καχυποψίες, κωλοσυστήματα:

«Τι του είστε εσείς;».

Τι του ήταν αυτός; Τίποτα. Ενα τίποτα του ήταν αυτός. Ενας τυχαίος τού ήταν αυτός. Ενας περαστικός που είδε φως και μπήκε. Ενας παράφρων που σκέφτηκε «δεν μπαίνω στης φωτιάς την κόλαση για έναν άγνωστό μου κύριο; Κάποιον που δεν μου είναι τίποτα;».

Ο φίλος μου ο Νικόλας έχασε τη μάχη. Στην αγκαλιά του συντρόφου του έγειρε, έκλεισε τα μάτια και ξεκουράστηκε πια. Στο άδειο τους σπίτι έβαλε το κλειδί ο Γιάννης. Εμεινε να κοιτάει τον τοίχο απέναντι, καλυμμένο από τα συλλεκτικά κόμικς του συντρόφου του.

Δεν πέρασαν λίγες ώρες και χύμηξε στο σπίτι ο «πατέρας». Ο «πατέρας» ο άφαντος. Ο «πατέρας» που ούτε στο νοσοκομείο δεν πάτησε το πόδι του.

Το πάτησε όμως στο διαμέρισμα. Και το πάτησε γερά. Ορμηξε στο σαλόνι και ξέρετε ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε; Πήρε τηλέφωνο τον ΟΤΕ να αποσυνδέσουν το νούμερο «για να μην πληρώνει κερατιάτικους λογαριασμούς» –το διαμέρισμα ήταν στο όνομα του Νικόλα. Κι έπειτα έφερε μέσα τις κούτες κι άδειασε ό,τι βρήκε μπροστά του. Ασημικά, πίνακες, το παραμικρό που το έκοβε να ‘χει αξία. Ο «πατέρας» τώρα αυτό. Ο «πατέρας» πάντα αυτό.

Ο Γιάννης τον κοίταζε. Δεν αντέδρασε γιατί δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να σώσει τα κόμικς. Τίποτε άλλο. Πρώτον να σώσει τα κόμικς και δεύτερον να τσακιστεί να φύγει ο άλλος.

Οι «οικείοι» (αυτοί που μοστράρονται σε πένθιμα αγγελτήρια στους στύλους της ΔΕΗ) δεν του επέτρεψαν να πάει στην κηδεία. Κάτσαμε πεντέξι φίλοι παρέα, σαν τους λεπρούς, στο περιστύλιο του νεκροταφείου… Και μετά σε ένα ταβερνάκι. Να θυμόμαστε, να κλαίμε, να γελάμε. Αυτό θα ήθελε κι αυτό κάναμε. Εμάς θα ήθελε κι εμάς είχε.

Εχουν περάσει 10 χρόνια, αλλά αυτή η ιστορία πονάει πάντα. Και πονάει πολύ. Γιατί ακόμα κάποιοι αρνούνται το προφανές.

Είναι όλοι αυτοί που λένε το μνημειώδες «δεν με νοιάζει τι κάνει ο γκέι στο κρεβάτι του». Μα έρωτας δεν είναι το κρεβάτι, ρε μαλάκα. Ερωτας δεν είναι η κλειστή πόρτα. Ερωτας είναι η κοινή ζωή, είναι οι κοινοί φίλοι, είναι τα κοινά δικαιώματα. Γιατί, λοιπόν, τα ομόφυλα ζευγάρια δεν δικαιούνται να ζήσουν όπως θέλουν; Και ποιος αποφασίζει για λογαριασμό τους; Ολοι εμείς οι μάγκες με τα χιλιάδες διαζύγια και τους αποτυχημένους γάμους μας;

Δώστε τους ΓΙΑ ΑΡΧΗ το γ@μημένο σύμφωνο συμβίωσης –γιατί:

«Θέλουμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια και να πεθαίνουμε με αξιοπρέπεια. Δώστε μας αυτήν τη δυνατότητα επιτέλους».

ΥΓ: Στη μνήμη του Νικόλα μου. Που δεν τον λέγαν «Νικόλα».