Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 το εγχώριο αντιευρωπαϊκό συναίσθημα εκτονωνόταν στη Συνθήκη του Σένγκεν. Ο ανορθολογικός αντιευρωπαϊσμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας συνέδεε τη Συνθήκη με το «χάραγμα του Αντίχριστου» και τον «δυσώνυμο αριθμό 666» –έτσι έγραφε η Ιερά Σύνοδος σε μια εγκύκλιο που είχε εκδώσει εκείνη την εποχή. Για τον δομικό αντιευρωπαϊσμό της κομμουνιστικής Αριστεράς, ο αριθμός του κτήνους δεν ήταν το 666 αλλά το 1984. Η Σένγκεν ήταν συνώνυμο του αιώνιου ηλεκτρονικού φακελώματος, η αρχή ενός οργουελικού εφιάλτη δίχως τέλος.

Η ανησυχία της Εκκλησίας για τη σχέση της Συνθήκης με τον Διάβολο και του ΚΚΕ για τη σχέση της Συνθήκης με τον Μεγάλο Αδελφό δεν είχε αφήσει αδιάφορη την ελληνική κοινωνία. Τον Ιούνιο του 1997 το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ταύρου ζήτησε με ομόφωνη απόφασή του να μην επικυρωθεί η Συνθήκη Σένγκεν από την ελληνική Βουλή. Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» της εποχής, σε ανάλογες καταδίκες είχαν προχωρήσει το παράρτημα Νέας Ιωνίας της Πανελλήνιας Ενωσης Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, η Επιτροπή για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη Θεσσαλονίκης, το Συνδικάτο Οικοδόμων της ίδιας πόλης, καθώς και ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αντιπροσώπων Εγκαταστατών και Συντηρητών Ανελκυστήρων.

Σχεδόν δύο δεκαετίες από τότε ακόμη και οι συντηρητές των ανελκυστήρων έχουν πεισθεί ότι η Συνθήκη Σένγκεν είναι αυτό που είναι: ένας μηχανισμός κατάργησης των εσωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και ότι δεν κινδυνεύουμε από το Κτήνος του 666 ούτε από τον Μεγάλο Αδελφό του 1984, αλλά από την επιστροφή στην εποχή των κλειστών συνόρων, τη γραφικότητα των φανταστικών τεράτων, την αφέλεια των αόρατων απειλών. Ο κίνδυνος βρίσκεται στην απομόνωση, στην αίσθηση της ζωής σε ένα αποκομμένο περιβάλλον. Ακόμη χειρότερα: αυτή είναι μια καραντίνα που προκαλεί γεωπολιτικό μετεωρισμό και μάλιστα τη χειρότερη δυνατή περίοδο. Θα ‘ναι κι αυτός ένας Τζορτζ Οργουελ. Αλλά από την ανάποδη.