Θα ήταν άλλο ένα σκαλοπάτι στη διαδικασία κανονικοποίησής του. Η φωτογραφία του Βασίλη Λεβέντη συμπαρακαθήμενου στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών θα ήταν ένα αναμενόμενο επεισόδιο στη μετεξέλιξή του από φιγούρα του θεάματος σε σταθερό μέλος του πολιτικού θιάσου.

Ομως από το χάπενινγκ του Σαββάτου ο Λεβέντης δεν έδρεψε μόνο συμβολικά οφέλη. Ηταν αυτός που κυριάρχησε στον απόηχο, απαγγέλλοντας στα πρωινά παράθυρα και τα ερτζιανά τα υστερόγραφα του Συμβουλίου. Και είναι αυτός που πλέον υπολογίζεται ως καταλυτικό νούμερο στην αριθμητική του πολιτικού σκηνικού. Το νούμερο εννιά –όσες και οι έδρες με τις οποίες θα μπορούσε να καλύψει ισάριθμες ρωγμές στη συμπολίτευση.

Τρία εικοσιτετράωρα μετά, θα έλεγε κανείς ότι ο Λεβέντης έφερε μια υποτίθεται κορυφαία θεσμική διαδικασία στα μέτρα του. Κατάφερε δίχως κόπο να την ορίσει στη δημόσια σφαίρα, όπως θα το έκανε από τις εκπομπές του. Μόνο που το έκανε από τις εκπομπές των άλλων, που τον ρωτούσαν «αν πέρασε καλά» και «αν έχασε τον χρόνο του» στο Προεδρικό.

Δεν χρειάζεται πια ο Λεβέντης να προσγειώσει την πολιτική στο επίπεδο του τετριμμένου. Η πολιτική είναι ήδη εκεί και τον περιμένει. Γι’ αυτό ακόμη και ο χλευασμός των λοιπών συμμετεχόντων στο Συμβούλιο, ακόμη και οι κοινοτοπίες περί Οικουμενικής τεχνοκρατών, μπορούν και πλασάρονται στα media ως «κοινός νους».

Παρά την εικόνα του, ο Λεβέντης μπορεί να μιλάει σαν να βρίσκεται υπεράνω του πολιτικού συστήματος, σαν να εκπροσωπεί και αυτός «το νέο». Ο ελαφρύς αντισυστημισμός είναι ένα πολιτικό χαρακτηριστικό που αντικειμενικά τον καθιστά συγγενή με το ύφος της κυβέρνησης. Μπορούν και οι δύο να ετεροπροσδιορίζονται καταγγέλλοντας τους άλλους.

Αυτό θα ήταν ένα κριτήριο για να προσεγγιστεί από τον Τσίπρα. Ομως ο Πρωθυπουργός είχε δείξει ότι δεν έχει χρεία τέτοιων πολιτικών κριτηρίων όταν διαλέγει παρτενέρ. Η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι επιλέγει –και απορρίπτει –συνεταίρους με ωμό πραγματισμό. Ο τρόπος που μεταχειρίστηκε τον ιδεολογικά συγγενή του Κουβέλη σε σύγκριση με την πρόσδεσή του στον –ας πούμε –ετερόδοξο Καμμένο δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα αυτού του πραγματισμού.

Το κόμμα του Λεβέντη φαντάζει αυτή τη στιγμή ως ιδανικό συμπλήρωμα των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Οχι τόσο επειδή δεν έχει συνάφεια με τα παλαιά κόμματα –βλέπε το ΠΑΣΟΚ. Αλλά και κυρίως διότι –σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ –θα μπορούσε να προσαρτηθεί χωρίς να προκαλέσει ριζική αλλαγή του συσχετισμού ισχύος εντός του κυβερνητικού σχήματος.

Το συμπέρασμα είναι ότι, πριν καν συμπληρωθούν τρεις μήνες από την είσοδό του στο Κοινοβούλιο, ο Λεβέντης είναι κιόλας παίκτης με βαριά χαρτιά. Είναι συμβατός ως νερωμένη εκδοχή του Καμμένου. Και ακαταμάχητα βολικός χάρη σε όσα δεν αντιπροσωπεύει.