Αλλάζουν μόνο η διατύπωση, το περιβάλλον και ο χρόνος. Η ουσία, όμως, είναι η ίδια. Τον Αύγουστο του 2012 ο Αντώνης Σαμαράς είχε ερωτηθεί στο Βερολίνο από έναν γερμανό δημοσιογράφο αν έφερε και ο ίδιος ευθύνη ως ηγέτης της αντιπολίτευσης για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα. Ο τότε νεοεκλεγείς πρωθυπουργός έδωσε μια απάντηση, η οποία από άλλους θεωρήθηκε αφοπλιστικά ειλικρινής και από άλλους απίστευτα κυνική: «Κανένας δεν είναι αναμάρτητος».

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν χρειάστηκε μόλις 64 ημέρες πρωθυπουργίας για να πει το ίδιο, αλλά επτά μήνες διαπραγμάτευσης και άλλους δύο Μνημονίου: «Στην αντιπολίτευση όλοι κάνουμε τις υπερβολές μας» είπε στο τηλέφωνο την περασμένη Παρασκευή στον Σταύρο Θεοδωράκη, σύμφωνα με Το Ποτάμι. Η διαφορά στη διατύπωση έχει τη σημασία της μόνο ως προς το ιδεολογικό της αποτύπωμα. Ο δεξιός Σαμαράς μιλάει για αμαρτία, ο αριστερός Τσίπρας για υπερβολή, ο ένας καταφεύγει στη μεταφυσική της θρησκείας για να ξεπλύνει το αντιπολιτευτικό του παρελθόν, ο άλλος επικαλείται την φύση της πολιτικής. Και οι δύο, πάντως, χρησιμοποιούν ένα τέχνασμα επιμερισμού της ευθύνης: και άλλοι κουβαλάνε στην πλάτη τους πολιτικές αμαρτίες, όλοι μας κάνουμε υπερβολές στην πολιτική.

Ο Σαμαράς τότε και ο Τσίπρας σήμερα ομολογούν ότι η επιμήκυνση της κρίσης στον χρόνο δεν οφείλεται μόνο στη μεταρρυθμιστική αδράνεια εκείνων που κυβερνούν, αλλά και στις αμαρτίες ή στις υπερβολές εκείνων που αντιπολιτεύονται. Είναι μια έμμεση ομολογία ότι την ευθύνη για την πολιτική διεύθυνση μιας χώρας δεν έχει μόνο η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση. Και αν κι είναι μια ομολογία που προκαλεί θλίψη επειδή γίνεται μετά την κατάκτηση της εξουσίας, αφήνει και μια μικρή ελπίδα επειδή αποσπάστηκε πολύ εύκολα. Στην περίπτωση του Τσίπρα, από έναν πολιτικό του αντίπαλο και πρώην δημοσιογράφο. Στην περίπτωση του Σαμαρά, από έναν γερμανό δημοσιογράφο που δεν ήταν καν ο Γκίντερ Βάλραφ –ο γερμανός ρεπόρτερ που άλλοτε μεταμφιεζόταν σε ανειδίκευτο εργάτη και άστεγο και κάποτε σε σομαλό μετανάστη για να του βγει το ρεπορτάζ.