Λέγεται Μιζανούρ Ραχμάν, είναι 32 χρονών, ζει στο Λονδίνο και η δημοτικότητά του στα σόσιαλ μίντια είναι τέτοια ώστε η «Ουάσιγκτον Ποστ» τον περιγράφει ως «πρίγκιπα των ιεροκηρύκων του Ισλάμ». Ο Ραχμάν θεωρεί τη δημοκρατία υποδεέστερο σύστημα σε σχέση με τη σαρία και ελπίζει στη δημιουργία ενός παγκόσμιου χαλιφάτου. Αλλά το ενδιαφέρον στην περίπτωσή του δεν είναι οι πεποιθήσεις του. Είναι η γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και την παραβίαση του νόμου στην οποία κινείται, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι που παίζει με τις βρετανικές Αρχές, η μπάλα που ρίχνει στο γήπεδο των δικαιωμάτων. «Δεν ανήκω στο Ισλαμικό Κράτος. Εάν έχεις διαφορετική ιδεολογία και πιστεύεις σε ένα διαφορετικό σύστημα σε στοχοποιούν ως τρομοκράτη» είπε στον δημοσιογράφο Κέβιν Σάλιβαν. «Αλλά αυτό λέγεται μακαρθισμός».

Πιθανότατα στην επόμενη συνέντευξή του ο Μιζανούρ Ραχμάν θα τσιτάρει Βολταίρο καλώντας τους βρετανούς συμπολίτες του να υπερασπιστούν μέχρι θανάτου το δικαίωμά του να λέει ό,τι λέει. Αλλά το πρόβλημα έχει αποτυπωθεί ήδη. Τι κάνει μια δημοκρατία όταν ο χειρότερος εχθρός της την πολεμάει με τα ίδια της τα όπλα; Πώς πρέπει να αντιδράσει όταν οι πιο μισαλλόδοξοι ανάμεσά μας επικαλούνται την ελευθερία της έκφρασης για να διαδώσουν τις ιδέες τους; Δικαίωμα προστασίας έχει μόνο το «Σαρλί Εμπντό» ή και το «Νταμπίκ», το περιοδικό του Ισλαμικού Κράτους που κυκλοφορεί από το καλοκαίρι του ’14 και στο τελευταίο του τεύχος εξηγεί στους αναγνώστες του ότι με βάση το Ισλάμ και την Ιστορία η δουλεία είναι σε κάποιες περιπτώσεις θεμιτή;

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι δυτικές δημοκρατίες πρέπει να περάσουν τις εξετάσεις του Βολταίρου. Είναι όμως η πρώτη φορά που καλούνται να το κάνουν με ένα τέρας που δεν έχει γεννηθεί στις δικές τους γειτονιές αλλά αλλού. Από τους τζιχαντιστές, με άλλα λόγια, λείπει η ιδιότητα της εντοπιότητας που χαρακτηρίζει τους νεοναζιστές. Αυτό το τέρας είναι εισαγωγής. Και δοκιμάζει όσο τίποτε άλλο στο παρελθόν τα όρια της βολταιρικής ανοχής.