Τις δύο τελευταίες ημέρες, με την εσωτερική και διεθνή ειδησεογραφία να ξεχειλίζει από γεγονότα και κρίσιμες εξελίξεις, ο θάνατος του ιδρυτή της σοκολατοβιομηχανίας ΙΟΝ έδωσε αφορμή να γραφτούν κείμενα, αναρτήσεις, σχόλια και αναφορές σε παραδοσιακού και νέου τύπου ΜΜΕ για το γκραν σουξέ του Ιωάννη Κωτσιόπουλου, τη σοκολάτα αμυγδάλου. Ακόμη και πολιτικοί αρθρογράφοι αλλά και εκπρόσωποι της μαχόμενης δημοσιογραφίας έψαξαν μέσα από τις αναμνήσεις τους, τις τσέπες των παιδικών τους ρούχων για να βρουν τη σοκολατίτσα με την ανθισμένη αμυγδαλιά στο περιτύλιγμά της. Να που κι εγώ δεν μπόρεσα να το αποφύγω.

Δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, μόνο η ανακουφιστική καταφυγή στην παιδική ηλικία που πυροδότησε αυτή τη νοσταλγία. Καθώς διάβαζα τα σχετικά κείμενα –σε έντυπα, ιστότοπους, social media –συνειδητοποιούσα ότι το να ασχοληθούμε μαζικά με τη σοκολάτα που τρώγαμε από παιδιά δεν είναι απλώς καταγραφή ανάμνησης, αλλά αναφορά σε έναν πολιτισμό που αναπτύσσεται μέσα από τις καθημερινές καταναλωτικές συνήθειες μιας αστικής κοινωνίας. Πολιτισμό «αθόρυβο» αλλά ουσιαστικό που υφαίνει έναν ιστό ο οποίος συνδέει τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μόρφωσης ή τρόπου ζωής. Θυμάμαι μια μεγαλύτερη «σοφή» φίλη μου που έλεγε ότι έχουμε συγγένεια με αυτούς που έχουμε μυρίσει τον ίδιο κουραμπιέ. Πως οι αναμνήσεις, όταν έχουν γεύση και μυρωδιά, είναι η κοινή πατρίδα των ανθρώπων.

ΥΓ: Ετσι, για τη χρηστική πληροφορία, προτείνω ανεπιφύλακτα στους «συγγενείς και συμπατριώτες» μου το μεσαίο μέγεθος της ΙΟΝ γιατί έχει την ιδανική αναλογία αμύγδαλου και σοκολάτας.