Το 1995, ο 28χρονος τότε Ματιέ Κασοβίτς είχε γυρίσει το «Μίσος» με έμπνευση και υλικό από τα γκέτο των μεταναστών στο Παρίσι. Η ταινία αποδεικνύεται όχι απλώς προφητική, αλλά μοιάζει σαν να εξελισσόταν επί 20 χρόνια για να ολοκληρωθεί την περασμένη Παρασκευή στην περιοχή γύρω από τη Λεωφόρο Βολτέρ. Γιατί, πέρα ακόμη και από τις γεωπολιτικές καραμπόλες που επιστρατεύονται ως ένα είδος ιστορικού άλλοθι των τζιχαντιστών, οι ματωμένες πατημασιές στα παρισινά πεζοδρόμια είναι τα ίχνη του μίσους. Οχι ιδεολογικού ή ταξικού αλλά ενός μίσους αρχέγονου και υπαρξιακού, αυτού που ο Μπέρτραντ Ράσελ αναφέρει ως «περιφρόνηση της ευτυχίας των άλλων». Ή, όπως περιγράφει ο Πασκάλ Μπρικνέρ στη συνέντευξή του στον Μανώλη Πιμπλή στα προχθεσινά «ΝΕΑ», μιας κουλτούρας που θεωρεί ατύχημα τη ζωή και τις προκλήσεις της. Ο Αμπαούντ –που φέρεται να σχεδίασε το μακελειό –και η παρέα του, σε αντίθεση με τους πρωταγωνιστές του Κασοβίτς οι οποίοι μισούσαν ως ανταπόδοση του μίσους που εισέπρατταν, φαίνεται ότι ήθελαν απλώς να τιμωρήσουν νέους ανθρώπους που προσπαθούσαν, σε δύσκολες συγκυρίες, να γίνουν ευτυχισμένοι. Ή να προσποιηθούν τους ευτυχισμένους μια Παρασκευή βράδυ.

Ο τυφλός θρησκευτικός φανατισμός είναι βεβαίως το απαραίτητο προσάναμμα, για να φουντώσει η πυρκαγιά και να γίνει η Ιστορία παρανάλωμα. Σπίθες όμως αυτού του μίσους που εδράζεται στον φθόνο για απόπειρες ευτυχίας και προόδου των άλλων σιγοκαίν και στη δική μας γειτονιά τα τελευταία χρόνια. Ενσωματώνονται στη ρητορική τού «ουστ» και του «ψόφα», στη χλεύη για όσους επιμένουν να καλλιεργούν την ψευδαίσθηση της κατανάλωσης ή της διασκέδασης στα χρόνια του Μνημονίου, στην απαξίωση των καινοτόμων επιχειρήσεων, στην αποδόμηση αστικών κινημάτων που καλλιεργούν την εγγύτητα, στην κατάδειξη αποδιοπομπαίων τράγων, στην επινόηση φασματικών διαχωρισμών, στην απαξίωση ακόμη και του έρωτα, στην ιδεολογική στοχοποίηση της χαράς ή μορφών τέχνης. Το καταγράφω γύρω μου καθημερινά, στην πραγματική ζωή, στα social media, στον δημόσιο λόγο. Στην απροκάλυπτη επίθεση κατά όσων θέλησαν να πενθήσουν ξεβάφοντας στα προφίλ τους τη γαλλική σημαία, στην αίολη επιχειρηματολογία τού «ναι, αλλά δεν κλαίτε για τους νεκρούς της Ρουάντας», στην υφέρπουσα ειρωνεία, στην αναγωγή της προσωπικής εκτίμησης σε τεκμήριο. Συνήθως αυτές οι ιδεοληψίες και συμπεριφορές εκπορεύονται από άτομα ελλειμματικά. Δεν μου κάνει εντύπωση. Ετσι είναι η ανθρώπινη φύση. Οταν κανείς αισθάνεται ότι του λείπουν αυτά για τα οποία θα μπορούσαν οι άλλοι να τον αγαπήσουν, είναι έτοιμος να τους μισήσει.