Χθες, λόγω του συλλαλητηρίου των αγροτών, εγκλωβίστηκα κάπου στην Πλατεία Κάνιγγος. Οι άδειοι δρόμοι μού έδωσαν την ιδέα για μια νωχελική βόλτα σε μια περιοχή όπου έχω περάσει τα καλύτερά μου χρόνια –ηλικιακά, ερωτικά, επαγγελματικά –και από την οποία πλέον είτε περνώ βιαστικά είτε μόνο βράδυ. Μια περιοχή που όχι μόνο έσφυζε από ζωή αλλά έμοιαζε σαν καρέ δυτικοευρωπαϊκής πόλης μέσα στην πρωτεύουσα. «Αν κρατάμε ομπρέλες θα νομίζουμε ότι είμαστε στο Λονδίνο» λέγαμε τότε με τον συνάδελφο Νίκο Μπακουνάκη.

Η γεωγραφία της μνήμης με οδήγησε προς το ρημαγμένο πλέον ξενοδοχείο Εσπέρια, απέναντι από το σκιάχτρο του καμένου τετραγώνου του Αττικόν. Στο εστιατόριό του, τον Αθηναίο, καταθέταμε ό,τι περίσσευε στο τέλος του μήνα από τον μισθό μας, όχι τόσο για το φαγητό του όσο για την αλητεία της αίσθησης κοσμοπολιτισμού που μας έδιναν οι λινές του πετσέτες. Χθες, πλησιάζοντας την Εδουάρδου Λω, είδα κάτι σαν γκρίζο «σύννεφο» χαμηλά στο πεζοδρόμιο. Πλησίασα για να δω περί τίνος επρόκειτο αλλά οπισθοχώρησα καθώς με πήρε η έντονη μπόχα από ανθρώπινες εκκρίσεις και συνειδητοποίησα ότι το «σύννεφο» ήταν σμήνος από μύγες.

Βεβαίως και δεν ανακάλυψα χθες την εγκατάλειψη της περιοχής. Συνειδητοποίησα όμως την παραίτηση που δεν νομίζω ότι θα αναδιπλωθεί ακόμη και όταν αναπαλαιωθεί το Αττικόν. Γιατί εδώ δεν γύρισε σελίδα μόνο η Ιστορία αλλά και η πραγματικότητα. Είναι που στη σφραγισμένη πλέον πόρτα του πάλαι ποτέ αγαπημένου μου μαγαζιού τώρα γράφει: «Της Πάολας τα στήθη δεν έχουν σιλικόνη, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».