Θαυμάσια νέα. Ο μνημονιακός εφιάλτης τελείωσε, η κρίση ξεπεράστηκε. Ενώ πριν από δύο – τρία χρόνια αγανακτισμένοι πολίτες ξυλοφόρτωναν βουλευτές για την καταστροφή που ζούσε η χώρα, τώρα τους ξυλοφορτώνουν για την καταστροφή που υπέστη πριν από έναν αιώνα. Απόδειξη ότι τα βάσανά μας σκόρπισαν και επιστρέψαμε, δόξα τω Θεώ, σε business as usual, που στη δική μας, ειδική περίπτωση σημαίνει να τσακωνόμαστε για το παρελθόν.

Μπορεί βέβαια να πέρασε η κρίση, αλλά έμεινε η παρακμή, που επιπλέον βαθαίνει ολοένα. Αυτό όμως δεν είναι ούτε νέο ούτε για όλους κακό. Υπάρχουν πολλοί που απολαμβάνουν την παρακμή όπως τα γουρούνια τη λάσπη ή τα σκουλήκια το πύον. Και υπάρχουν άλλοι στους οποίους η παρακμή προσφέρει χρυσές ευκαιρίες για τη δική τους ακμή, για την εκτόξευσή τους από την αφάνεια και την ασημαντότητα στις πολυθρόνες της εξουσίας, στο πάλκο μιας παρδαλής διασημότητας ή στο βάθρο των καλοπληρωμένων σουπερσταρ (ή και όλα αυτά μαζί).

Οπως μας έδειξε ο Καβάφης, ένας πολιτισμός μπορεί να βιώνει την παρακμή του με μεγαλείο, με χάρη, με εκλεπτυσμένες ηδονές, με αξιοπρεπές πένθος, με μια αισθητική ποιότητα που επισκιάζει τις σποραδικές εκτροπές προς το γελοίο και μπορεί η Ιστορία να του στέλνει τα βέλη της ειρωνείας της, όχι όμως της χλεύης της. Εμείς δεν έχουμε τέτοια τύχη. Η δική μας κατάρρευση είναι ένα δράμα χωρίς ύφος, με πρωταγωνιστές μάλλον μπουφόνους και καρακαηδόνες παρά δραματικούς χαρακτήρες. Πέρασε διαδοχικά από τις πλημμυρισμένες με τυφλό θυμό των ξεβολεμένων πλατείες στα πανηγύρια για τον θρίαμβο των χονδροειδών ψεμάτων του αντιμνημονιακού μετώπου, στο κοσμικο-πολιτικό βαριετέ του Βαρουφάκη, στο άνευ περιεχομένου, αλλά καταστροφικό θρίλερ του περασμένου καλοκαιριού και τώρα στην πλήξη ή την αφασία της επανάληψης του ίδιου έργου για πολλοστή φορά, με τα παρελκυστικά παζαρέματα, τις παρατάσεις των προθεσμιών, τα γράψε-σβήσε των νομοσχεδίων κ.λπ. Η Ελλάδα είναι ένα αυτοκίνητο που μαρσάρει διαρκώς κολλημένο στο τέλμα.

Και καθώς μαρσάρει και ξαναμαρσάρει, οι επιβάτες του, λες και το πήραν απόφαση ότι δεν θα ξεκολλήσει ποτέ, το έριξαν στον καβγά για το τι ήταν αυτό που έπαθαν οι παππούδες τους. Γενοκτονία ή εθνοκάθαρση; Πόλεμος λέξεων, δηλαδή, ανάμεσα σε δύο όρους που σημαίνουν και οι δύο ένα μαζικό έγκλημα, και η νομική βαρύτητα του πρώτου όρου δεν μας δίνει κανένα πολιτικό ή διπλωματικό πλεονέκτημα (μόνο εμείς αναγνωρίζουμε το ξερίζωμα του ποντιακού Ελληνισμού ως γενοκτονία). Μπορεί τέτοιες έριδες να είναι ανούσιες, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι δηλωτικές. Οι πόλεμοι των συμβόλων –και οι λέξεις είναι σύμβολα –ξεσπούν όταν έχουν χαθεί οι πραγματικοί πόλεμοι. Είναι ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα παρακμής, που στη δική μας Ιστορία έχει εκδηλωθεί επανειλημμένα και με ιδιαίτερη βιαιότητα.

Ας θυμηθούμε, χωρίς να βασανίσουμε πολύ τη μνήμη μας, ότι ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έμπαινε στο τελικό στάδιο της αποσύνθεσής της και ετοιμαζόταν να γίνει υποτελής των Οθωμανών, ρίχτηκε σε μια φανατισμένη διαμάχη για το αν το φως στο όρος Θαβώρ ήταν «κτιστόν» ή «άκτιστον». Οτι σε μια ηθικά και πολιτικά εξαχρειωμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα τα πνεύματα εξάπτονταν για το αν έγινε Εμφύλιος ή συμμοριτοπόλεμος. Οτι τη στιγμή που μπαίναμε κορδωμένοι στον δρόμο της πολιτισμικής και οικονομικής χρεοκοπίας επιδοθήκαμε με αυτοκαταστροφικό πάθος σε μια παραλυτική διένεξη για το όνομα του γειτονικού κράτους.

Για να παραφράσω τον Αξελό, που είπε ότι οι Ελληνες κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν έργο, οι Ελληνες δίνουν αγώνες για τις λέξεις, αλλά δεν παράγουν σκέψη. Το μεγάλο επίτευγμα του Τσίπρα είναι ότι έκανε να αγνοηθούν οι συνέπειες της πολιτικής του και ανταμείφθηκε τον Σεπτέμβριο έχοντας πείσει τον κόσμο ότι «το πάλεψε». Ενα σύμβολο –ο ηρωικά ηττημένος Ελληνας –έσβησε την πραγματικότητα. Ή μήπως ο οικονομικός στραγγαλισμός μας είναι τελικά ένας μύθος;