Παραπάτημα νούμερο ένα: υπάρχει μια σελίδα στο facebook με το όνομα «Ελύτης, ο ποιητής του Αιγαίου». Στη φωτογραφία του προφίλ ο ίδιος και σε αυτήν του εξωφύλλου τρία κορίτσια με πλάτη στον φακό που ανεμίζουν στη γαλάζια προκυμαία τα σουτιέν των μπικίνι τους. Με χρώματα και (κακή) αισθητική που παραπέμπουν στα βάθη της δεκαετίας του 1990. Οι «φίλοι» που ακολουθούν τη σελίδα, περισσότεροι από 5.000. Και οι συνεχείς αναρτήσεις, δήθεν σατιρικές διασκευές στίχων ή σαρκαστικές αναφορές στα πιο γνωστά ποιήματα του Ελύτη. Οπως για παράδειγμα: «όταν σε ένα πιτόγυρο προσθέτεις κέτσαπ και μουστάρδα του αφαιρείς το Αιγαίο, του αφαιρείς την Ελλάδα». Ή «κι εγώ χάραζα τα Ρω του Ερωτα με την καυτή μου γλώσσα γύρω από το piercing που είχε στον αφαλό της». Αναρωτιέμαι ποιοι είναι αυτοί οι μάγκες που δημιούργησαν τη σελίδα πιστεύοντας ότι μπορούν να σατιρίσουν τον ποιητικό λόγο. Τι κάνετε, βρε μικρά (ή μεγάλα) ανόητα; Σάτιρα στην ποίηση που είναι ο τρομοκράτης της λογοτεχνίας; Σε αυτή τη συνωμοσία των λέξεων που βάζει βόμβες στη λογική και τα νοήματα; Ανατροπή στην πιο ανατρεπτική εκφορά του λόγου; Ξεχάστε το.

Παραπάτημα νούμερο δύο: ο τηλεπαρουσιαστής Δημήτρης Ουγγαρέζος παίρνει στην εκπομπή του συνέντευξη από μια τηλεπαρουσιάστρια –δεν θυμάμαι ποια. Θυμάμαι όμως το τμήμα του σκηνικού που φαίνεται πίσω του. Ενας τοίχος με φωτογραφίες. Σε μία, ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Στη διπλανή, ο Νίκος Μουτσινάς (εξαιρετικός, κατά τα άλλα, τηλεκλόουν) και παραδίπλα ο επίσης τηλεπαρουσιαστής Γιώργος Λιάγκας. Πάνω δεξιά, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ. Και πάνω αριστερά, σαν να μου φάνηκε, πάλι ο Οδυσσέας Ελύτης. Τι δεν κατάλαβες; Τι θες να σχολιάσω; Το σχόλιο είναι η ίδια η εικόνα.

Οταν σε μια κοινωνία η ποίηση μαγαρίζεται με αυτό τον τρόπο και το εσαεί αναπλήρωτο κενό που αφήνει η απώλεια ενός ποιητή μπαζώνεται με τρολαρίσματα, η κοινωνία έχει προ πολλού χρεοκοπήσει. Και όχι ως προς τη διανόησή της. Ως προς τις αντοχές της. Δεν είναι τυχαίο που, ακόμη και ως λέξη, η ποίηση είναι συνυφασμένη με τη δημιουργία. Γιατί ακόμη και αν δεν καταλάβει κάποιος το νόημά της, θα νιώσει τους κραδασμούς της. Ειδικά σε μια χώρα όπου, για παράδειγμα, ο στίχος «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» γίνεται λαϊκό τραγούδι και πολιτικό σύνθημα. Και, για να παραποιήσω μια έκφραση του συρμού, η απαξίωση των ποιητών δεν είναι μαγκιά. Είναι αυτοταπείνωση. Και αυτοτιμωρία. Γιατί μεγαλύτερη και από την ανακούφιση που χαρίζει η ποίηση, είναι η οδύνη που προκαλεί η απουσία της.