Η σύγχρονη Γερμανία γεννιέται από τις στάχτες της. Χωρισμένη στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η σημερινή προσωπικότητά της χτίστηκε σε δύο βασικά στάδια. Το πρώτο σημαδεύτηκε από τις πολεμικές θηριωδίες που η χώρα προκάλεσε, τις γενοκτονίες, το Ολοκαύτωμα. Κατ’ αυτό, ως ένοχη ηθικού τραύματος, για να θυμηθώ τον γάλλο ποιητή Μπουσκέ, μαζεύει τα κομμάτια της και αυτοαναλυόμενη βάζει τα θεμέλια της αυτογνωσιακής της ταυτότητας. Παράλληλα στηρίζει τη νέα πολιτική ζωή της σε τρεις άξονες: τον ατλαντικό (η στενή σχέση της με τις ΗΠΑ και ό,τι συνεπάγεται αυτό σε πολιτιστικό, εμπορικό και ερευνητικά καινοτόμο επίπεδο), τον ευρωπαϊκό (η σχέση της κυρίως με τη Γαλλία) και τον οικονομικό εκσυγχρονισμό (που καλύπτει την εκ συμφωνίας με τους νικητές συμμάχους γεωπολιτική απουσία της από το παγκόσμιο πολιτικό παιχνίδι). Η ρεαλιστική αυτοανάλυσή της συνοδεύτηκε από σωστή ακτινογράφηση της επερχόμενης παγκοσμιοποίησης. Και όταν αυτή ήλθε, η Γερμανία ξεκινούσε το δεύτερο στάδιο της προσωπικότητάς της, αυτό της επανένωσής της. Η συνειδητοποίηση του πλεονεκτήματος γρήγορης προσαρμογής στα νέα παγκόσμια δεδομένα τής ξυπνά τη Θέληση για Δύναμη, για να μιλήσω με όρους νιτσεϊκού λεξιλογίου, που είναι ιδιοσυγκρασιακό της στοιχείο. Και μπαίνει πρωταγωνιστικά στην καινούργια φάση της. Στηρίζεται και πάλι πολιτικά στους αρχικούς της τρεις άξονες, με βασικές όμως τώρα διάφορες. Η Αμερική, αφήνοντας το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον της για να στρέψει την προσοχή της κυρίως στην Ασία, της αφήνει χώρο και μοιραία της επιτρέπει να αυτονομηθεί και να γίνει μια Γερμανία ισχυρή.

Παράλληλα η δυσκολία της Γαλλίας να προσαρμοστεί γρήγορα στην παγκοσμιοποίηση (λόγω του ιστορικά εγγενούς κρατισμού της) επιτρέπει στη Γερμανία να πάρει αρχηγικό ρόλο. Και έτσι επιβάλλει την πολιτική της και την «παγκοσμιοποιημένη» οικονομική αντίληψή της: λιτότητα και προτεραιότητα, πλέον, όχι στον νόμο της ζήτησης αλλά σε αυτόν της προσφοράς. Οι άλλοτε ειρηνικές ψευδαισθήσεις περί Γερμανίας άλλαξαν και η χώρα τώρα οπλίζεται περισσότερο από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές, ενώ ο πολιτικός ρεαλισμός της, έστω και συχνά κυνικός, γίνεται το ευρωπαϊκό μοντέλο. Ο αξιοθαύμαστος ρεαλισμός της, βέβαια, εμπεριέχει συχνά πρόβλημα ισορροπίας ανάμεσα στην ηθική (που ο προτεσταντισμός της πρεσβεύει) και στη ρεαλιστική πολιτική της. Οπως, για παράδειγμα, στο Μεταναστευτικό. Ναι μεν υποδέχεται γενναιόδωρα τους πρόσφυγες και όλοι χειροκροτούν τη Μέρκελ θεωρώντας τη μάλιστα κάποιοι υποψήφια για Νομπέλ, αλλά ξέρουμε ότι το κάνει και για δημογραφική της ανανέωση και για την ανάγκη νέου εργατικού δυναμικού. Κι άλλο παράδειγμα είναι όταν πάλι, όπως συνηθίζει, κάνει μάθημα στους άλλους για το περιβάλλον και η ίδια το δηλητηριάζει με σκάνδαλα όπως αυτό της Volkswagen. Ανάμεσα σε ρεαλισμό και ηθική, η σημερινή Γερμανία δεν λειτουργεί με πάθη και ιδεολογίες αλλά με συμφέροντα. Αυτό που είναι η γύρω μας πολιτική πραγματικότητα.

Ο Δημοσθένης Δαββέτας είναι καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης στο IESA στο Παρίσι, ποιητής, εικαστικός