Την περασμένη Παρασκευή, ο Πρωθυπουργός μιλώντας για τους πρόσφυγες, με ρητορική και επιχειρήματα μέλους της Βουλής των Εφήβων, δάκρυσε. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά, από τον περασμένο Ιανουάριο, που ένα πρωθυπουργικό δάκρυ παίζει στων ματιών την άκρη. Εξάλλου ένα μέρος του εκλογικού σώματος, κυρίως γυναίκες, συγκινούνται από το βούρκωμα και την έκρηξη εφηβικής ευαισθησίας. Τι να κάνει, σου λέει, η φωνή της λογικής μπροστά στη μουρμούρα του συναισθήματος που καθιστά τεκμήριο πολιτικής ευθύνης το «Αφού το «παιδί» δάκρυσε». Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε δηλαδή. Αντίστοιχο και ευρύχωρο εκλογικό δείγμα, μη σας πω το ίδιο, ήταν και αυτό που σταυροκοπιόταν και επιδοκίμαζε όταν ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς σε δημόσιο λόγο του εναπόθετε στη βοήθεια και στην ευχή της «Παναγιάς» την περαιτέρω καλή πορεία της χώρας. Και που ψέλλιζε έκθαμβο εκείνο το χαρακτηριστικό και συμπονετικό «τς, τς, τς» όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, επί πρωθυπουργίας του, ομολογούσε, αυτολεξεί, πως ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν φανταζόταν αυτό που θα αντιμετώπιζε.

Νεοσυσταθείσα παράδοση που τορπιλίζει επικίνδυνα τη δεξιότητα της πολιτικής διαχείρισης και μάλιστα σε τόσο κρίσιμες συγκυρίες. Και μπουκώνει το θυμικό καταδικάζοντας σε ασιτία τη λογική. Ο ορισμός του μελό. Ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω. Αλλα περιμένω από τον, ας πούμε, τιμονιέρη της χώρας. Δεν επαφίεμαι ούτε στα δάκρυα ούτε στις βασκανίες ούτε στο εύρος της φαντασίας του. Αν ήθελα τέτοια, έχω μια θεία κοσμοκαλόγρια, μονίμως βουρκωμένη, που κάνει καλύτερα ευχέλαια. Ασε που ξεματιάζει κιόλας.