Για τον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν όλη τη διαφορά την έκανε η βία. Μετέτρεψε τη «σταθερότητα» σε λέξη-κλειδί για μια εκλογική μάχη που έδωσε στο κόμμα του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), μια αποφασιστική νίκη που είχε στερηθεί στις εκλογές της 7ης Ιουνίου. Η μονοκομματική εξουσία επέστρεψε στην Τουρκία και ένας άνδρας κινεί όλα τα νήματα.

Αναπάντεχα, ο Ερντογάν μπόρεσε να συνδεθεί με τη σταθερότητα όταν ακριβώς η πολιτική της αστάθειας υπήρξε το modus operandi του τους τελευταίους πέντες μήνες. Ή, ίσως όχι τόσο αναπάντεχα, ο Ερντογάν που βρίσκεται στην εξουσία εδώ και 12 χρόνια κατανοεί την ψυχολογία του φόβου και την ισχύ του τουρκικού σουνιτικού εθνικισμού, ιδιαίτερα όταν εμφανίζεται το φάσμα της σύγκρουσης με τους Κούρδους.

Ο τούρκος πρόεδρος παίζει με τη φωτιά. Η στάση του απέναντι στους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους –ένας συνδυασμός συμβολικής αντίστασης και αδιαφορίας –άνοιξε τον δρόμο για δύο αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις με 130 νεκρούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων Κούρδοι. Ο παλιός πόλεμος με τους κούρδους αντάρτες του ΡΚΚ έχει αναζωπυρωθεί, επιτρέποντας στον Ερντογάν να υπονοήσει ότι μόνο εκείνος στέκεται ανάμεσα στην Τουρκία και στο χάος που επικρατεί στις γειτονικές χώρες.

Με λίγα λόγια, αυτά άλλαξαν από τον Ιούνιο μέχρι σήμερα. Ο Ερντογάν δεν σεβάστηκε τη θέληση του κόσμου, για την οποία αρέσκεται να μιλά. Δεν του άρεσε το αποτέλεσμα του Ιουνίου και αποφάσισε να το ανατρέψει, υπονομεύοντας οποιεσδήποτε απόπειρες για κυβερνήσεις συνεργασίας. Η εύθραυστη κατάσταση ήταν πολιτικός του σύμμαχος. Το ΑΚΡ που εκπροσωπεί τον συντηρητικό σουνιτικό εθνικισμό στα βάθη της Ανατολίας απέναντι στους υποστηρικτές του κοσμικού κράτους και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της αντιπολίτευσης που μένουν κυρίως στα μικρασιατικά παράλια έφθασε το 49,3% –πήρε ψήφους από τους ακροδεξιούς εθνικιστές και από συντηρητικούς ψηφοφόρους που είχαν ψηφίσει τους Κούρδους το καλοκαίρι. Το μέγεθος των μετακινήσεων ήταν εντυπωσιακό.

Παρ’ όλα αυτά, το φιλοκουρδικό HDP κατόρθωσε να συγκεντρώσει 10% και να μπει στη Βουλή, βάζοντας εμπόδια στον δρόμο του Ερντογάν για να ενισχύσει τις προεδρικές εξουσίες. Ο Σελαχαντίν Ντεμιρτάς, ο χαρισματικός ηγέτης του HDP, δήλωσε: «Μπορεί να χάσαμε ένα εκατομμύριο ψήφους αλλά είμαστε ένα κόμμα που κατόρθωσε να μείνει όρθιο απέναντι σε όλες τις πολιτικές της σφαγής. Πετύχαμε μεγάλη νίκη». Και αυτό είναι αλήθεια.

Αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να προβλέψει εάν τα όσα συνέβησαν στην Τουρκία τους τελευταίους μήνες θα συνεχισθούν. Το τζίνι της βίας του Ερντογάν έχει βγει από το λυχνάρι. Εχει επιτεθεί στον ελεύθερο Τύπο, έχει υπονομεύσει το κράτος δικαίου, πόλωσε τη χώρα και δημιούργησε μια ατμόσφαιρα στην οποία κάθε διαφωνία είναι «αντεθνική και προδοτική».

Η Τουρκία, προς το παρόν, φαίνεται να ακολουθεί τον δρόμο της πλήρους έλλειψης ανοχής για τον οποίο οι αυταρχικές δημοκρατίες του 21ου αιώνα χρωστάνε πολλά στον Βλαντίμιρ Πούτιν –κοινωνίες στις οποίες ο έλεγχος των ΜΜΕ, η χειραγώγηση συγκρούσεων, ο άκρατος εθνικισμός και η καταπάτηση του κράτους δικαίου επιτρέπουν τον εξευτελισμό της δημοκρατίας. Τίποτα από όσα συμβαίνουν σήμερα δεν θυμίζουν τις υποσχέσεις του Ερντογάν πριν από 12 χρόνια για πλήρη δημοκρατία χωρίς την απειλή στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Αντίθετα, δείχνουν ότι πρόδωσε τις υποσχέσεις του.

Αυτή η προδοσία πρέπει να λήξει. Το εναλλακτικό σενάριο σημαίνει ακόμη περισσότερη βία.