Εβλεπα στην τηλεόραση τον 70χρονο μυτιληνιό ψαρά που έπεφτε στη θάλασσα για να σώσει τα «μωρέλια». Διάβαζα για τον καπετάν Στέφανο από τη Χίο που μόνο την τελευταία εβδομάδα έσωσε 80 ανθρώπους. Μου ήρθαν στον νου οι φωτορεπόρτερ που παρατάνε τις μηχανές τους για να μαζέψουν μωρά από τα κύματα. Και η παραθερίστρια που το καλοκαίρι κρατούσε στην αγκαλιά της, για να τον ζεστάνει, τον εξαντλημένο πρόσφυγα που βρήκαν μεσοπέλαγα σε μια βόλτα με το φουσκωτό. Το συναίσθημα που νιώθω για όλους αυτούς, αφού περιπλανηθεί στη συγκίνηση και τον θαυμασμό, καταλήγει στη ζήλεια. Χωρίς κανένα στοιχείο ωραιοποίησης. Καθαρή ζήλεια.

Ενιωσα για πρώτη φορά αυτό το συναίσθημα το καλοκαίρι μετά το ναυάγιο του «Σάμινα». Οταν ένας παριανός συμπατριώτης μου, που έπεσε στη θάλασσα για να σώσει ναυαγούς, μου περιέγραφε πώς τον ευχαριστούσαν. Ενας συνηθισμένος άνθρωπος που είχε την ασυνήθιστη ευκαιρία να γίνει «θεός» για λίγα λεπτά. Ζωοδότης. Και να εισπράξει αυτό το μεγαλειώδες «ευχαριστώ» από εκείνον που διέσωσε. Ακόμη κι αν λέγεται σε ξένη γλώσσα, με ένα βλέμμα ή με ένα χέρι να ακουμπάει στην καρδιά που μόλις ήρθε στη θέση της. Οσο τυχερός είναι ο διασωθείς αλλά τόσο είναι και ο διασώστης. Γι’ αυτό ζηλεύω. Οπως θα «ζήλευα» από τον πάτο της θάλασσας αυτούς που κατάφεραν να βγουν στην ακτή. Αυτήν την αμφίδρομη σχέση έχει περιγράψει ο Τολστόι λέγοντας πως όταν κάνεις καλό σε κάποιον μην ξεχάσεις να τον ευχαριστήσεις. Πόσω μάλλον όταν του σώζεις τη ζωή…