Αύριο θα τιμήσουμε το Οχι. Το οποίο βεβαίως δεν το είπε ο δικτάτορας Μεταξάς αλλά ο ελληνικός λαός, γι’ αυτό και γιορτάζουμε την είσοδό μας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με όλους τους άλλους εμπλεκόμενους λαούς που γιορτάζουν τη λήξη του. Δικαιολογημένα αφού θα πρέπει να κατοχυρώσουμε μια ακόμη πατέντα εθνικού αυτοματισμού. Μας ενώνει ο πόλεμος και μας χωρίζει η ειρήνη.

Δεν ξέρω αν ανάγεται σε εκείνη την εποχή ή αν έχει ρίζες στην Τουρκοκρατία. Πάντως από τότε γενιές και γενιές γαλουχηθήκαμε με την ανάδειξη του Οχι σε ηρωικό πρόσημο, συνώνυμο της αντίστασης και του ηθικού πλεονεκτήματος του ελληνικού λαού. Κάτι που ισχύει όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια συγκεκριμένη και διακριτή απειλή όπως το 1940. Σε καιρό ειρήνης όμως, εθνικής ή προσωπικής, σαν να μου φαίνεται ότι είναι βολικό να ζούμε ταμπουρωμένοι πίσω από την άρνηση σε έναν φαντασιακό εχθρό παρά εκτεθειμένοι στην ανάληψη της προσωπικής ευθύνης που συνεπάγεται το Ναι. Γι’ αυτό πάντα μου άρεσε η άποψη του γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ζαν Ανούιγ που έλεγε ότι «το να πεις Ναι σημαίνει ότι πρέπει να ιδρώσεις, να σηκώσεις τα μανίκια και να βουτήξεις και τα δυο σου χέρια, μέχρι τους αγκώνες, μέσα στη ζωή. Είναι πιο εύκολο να πεις Οχι ακόμα κι αν αυτό σημαίνει θάνατο». Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίες οι ιδεοληψίες που καλλιεργήθηκαν στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Εξάλλου, στην εποχή μας οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Οχι και Ναι δεν είναι και τόσο διακριτές.