«Τεσσεράμισι ευρώ τα αβγουλάκια. Αλλά δώστε μου τριάμισι. Κι όταν πάτε σε μια καφετέρια, να πιείτε έναν καφέ στην υγειά μου. Δεν έχω πάει ποτέ σε καφετέρια». Η χωριανή (έτσι αγαπησιάρικα τους λέμε στο νησί μου τους κατοίκους των χωριών) που, το καλοκαίρι, μοιράστηκε μαζί μας το περί ευδαιμονισμού απωθημένο της, πουλάει αβγά από τις κότες της για να τσοντάρει στη σύνταξή της. Η καφετέρια μοιάζει να είναι στο μυαλό της ο υπέρτατος ναός του κοσμοπολιτισμού. Στα ογδόντα σήμερα, θα ήταν στην τελευταία ακμή της όταν στη δεκαετία του 1970 αυτά τα μαγαζιά άρχισαν να αντικαθιστούν τα καφενεία. Οι ανάγκες της ζωής όμως την πήραν από κάτω και τώρα κόβει ένα ευρώ από τα αβγουλάκια της υπέρ διαμεσολάβησης στο όνειρο. Τη θυμήθηκα όταν την περασμένη Τρίτη είδα στο πρωτοσέλιδο των «ΝΕΩΝ» τη φωτογραφία του Λευτέρη Παρτσάλη με τις τρεις γιαγιάδες της Λέσβου που τάιζαν με το μπιμπερό το προσφυγόπουλο ενώ δίπλα τους η μητέρα του, πανέμορφη και χαμογελαστή, έδενε αυτάρεσκα τη μουσουλμανική μαντίλα της.

Ιδια κι απαράλλαχτη και η χωριανή γιαγιά της Σύρου. Μια από τις χιλιάδες ανώνυμες γκρίζες γιαγιάδες απανταχού της χώρας. Με τις εμπριμέ ασπρόμαυρες (πάντα υπάρχει κάποιος να πενθήσουν) ρόμπες – φορέματα, τις φθαρμένες ζακέτες, τις χαμηλές κάλτσες, τις πλαστικές παντόφλες, τα πρησμένα από τους κιρσούς πόδια, τα παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα και τις δουλειές χέρια. Αλλά και με τη γενναιότητα των γυναικών που μεγάλωσαν στην Κατοχή, στήριξαν τη μεταπολεμική Ελλάδα, σπούδασαν από το υστέρημά τους τα παιδιά τους, μεγάλωσαν και χαρτζιλίκωσαν τα εγγόνια τους θυσιάζοντας για τον εαυτό τους ακόμη και το ταπεινότατο όνειρο ενός καφέ σε καφετέρια. Και ο νομοθέτης έκρινε ότι τώρα, προς το τέλος της ζωής τους, αυτές θα πρέπει να επωμιστούν ένα μεγάλο μέρος του κόστους για τη διάσωση της χώρας. Λάθος χειρότερο κι από έγκλημα.

Χάζευα τις τρεις γιαγιάδες, προσπαθούσα να φανταστώ τη ζωή τους –το πιθανότερο κόρες προσφύγων μανάδων από τη Μικρασία. Μου έμοιαζαν πανέμορφες, σαν νεράιδες που με μια τόση δα κίνηση μπορούν να διορθώσουν τη ζωή. Και τις φαντάστηκα μια μια να λέει σε όλους εμάς που το ένα μάς ξινίζει και το άλλο μάς βρωμάει, κάτι ανάλογο με αυτό που είπε κάποτε ο Ορσον Ουέλς στο κοινό του: «Πώς είναι δυνατόν εσείς οι πολλοί να είστε τόσοι λίγοι κι εγώ η μία τόσοι πολλοί;».