Παρακολουθώ ενεή τις τελευταίες μέρες τα (με αριστερό πρόσημο και επίκεντρο τον άνθρωπο πάντα) κρεσέντα αλαζονείας και αμετροέπειας των κυβερνητικών στελεχών. Την απαθή αυτοϊκανοποίηση του κυρίου Κατρούγκαλου όταν ανακοινώνει το τσεκούρεμα των συντάξεων, την εμπαθή απαξίωση του κυρίου Φίλη όταν εκτιμά ως πενταροδεκάρες το 100ευρω στον προϋπολογισμό μιας οικογένειας που έκανε το ταξικό έγκλημα να στείλει το παιδί της σε ιδιωτικό σχολείο, την απροκάλυπτη διάκριση του κυρίου Σεβαστάκη σε ψηφοφόρους – πολίτες και μη ψηφοφόρους – παρίες και… ας μην μακρύνουμε τον κατάλογο, θα εξαντληθούν οι 235 λέξεις μου. Μην παραλείψω βέβαια και τα εθνικιστικά tableaux vivants του υπουργού Αμυνας. Ούτε το σφιχταγκάλιασμα μέχρι ασφυξίας Εκκλησίας και (αριστερού) Κράτους. Το πρώτο που σκέφτομαι είναι ότι χειρότερη από την αμαρτία είναι η αλαζονεία της αρετής. Μετά μου έρχονται τα άλλα…

Τον θυμό, όχι τόσο για το (προεκλογικό) είπα και (μετεκλογικό) ξείπα, αλλά κυρίως για το ότι αυτό έχει μηδενικό ισοδύναμο στη συνείδηση των κυβερνώντων, είμαι σε ηλικία που μπορώ να τον διαχειριστώ. Εξάλλου είναι ουτοπία να αναζητώ συνειδησιακές ανησυχίες στην εξουσία. Με προβληματίζει όμως ο τρόπος που η κυβέρνηση συστηματικά καλλιεργεί τον διχασμό των πολιτών με σκαλιστήρι την εμμονική ζηλοφθονία. Που στα ελληνικά λέγεται «να πεθάνει η έστω και κουτσή κατσίκα του απέναντι κι ας μην αποκτήσω εγώ ποτέ δικιά μου». Οταν όμως αναμοχλεύεις βασικά ένστικτα και ψυχωσικά πάθη, η αντίδραση θα έρθει όχι ως πολιτική διαμαρτυρία, αλλά ως ψύχωση εν εκρήξει. Κι αυτό το φοβάμαι. Γιατί είναι σκοτεινό και ανεξέλεγκτο.