Συνέβη τις πρώτες μέρες των capital controls και εικονογραφεί χαρακτηριστικά την περί τάξεων αντίληψη στα χρόνια της αριστερής διακυβέρνησης. Αν και είχε καλλιεργηθεί πριν ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ πάρει την εξουσία, σαν περικοκλάδα στον διαχωρισμό μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν στεκόμουν στην ουρά, σε κάποιο ΑΤΜ των Ιλισίων, για να εισπράξω το 60άρι μου. Οι δύο ηλικιωμένοι πίσω μου κάτι μουρμούριζαν που εξ ενστίκτου νόμιζα ότι αφορούσε εμένα. Επαληθεύτηκα όταν ο ένας, πλησιάζοντας τη μύτη του στο μπράτσο μου, απεφάνθη απαξιωτικά: «Αρωμα!». Με αφορμή λίγες σταγόνες είχε κάνει τον διαχωρισμό των τάξεων. Εγώ ανήκα στη διεφθαρμένη μπουρζουαζία, εκείνος στο ηρωικό προλεταριάτο. (Δεν αντιλαμβανόταν βέβαια ότι τον ίδιο διαχωρισμό, χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, θα μπορούσα να είχα κάνει κι εγώ αφού το να μυρίσεις απροκάλυπτα κάποιον άγνωστο δεν τέμνεται πουθενά με τον αστικό πολιτισμό).

Η συλλογιστική τού αυτοπροσδιοριζόμενου «ταξικού μου εχθρού» ακούγεται εξωφρενικά απλοϊκή, ωστόσο εξίσου χονδροειδής είναι και η διαλογή σε ταξικούς αμνούς και ερίφια που επιχειρείται συστηματικά από τμήμα του εκλογικού σώματος μετά το δημοψήφισμα. Οποιος δεν πένεται είναι πλούσιος, μισητός αστός, εξωνημένος και εχθρός του λαού. Σπόρος που βρήκε εύφορο έδαφος στην υφέρπουσα εθνική ιδεοληψία, η οποία συνδέει την αποτυχία και τη στασιμότητα με την αδικία ενώ την επιτυχία και την πρόοδο με τη λαμογιά. Από αυτήν τη νοοτροπία προέκυψαν συνθήματα όπως η παράφραση του «Μένουμε Ευρώπη» σε «Μένουμε δούλοι» και αναδύθηκε το νέο προλεταριάτο που αυτοπροσδιορίζεται ως «Εγώ δεν έχω να χάσω τίποτα» και τρέφεται από το μίσος για όσους, όπως έλεγε η γιαγιά μου, «έχουν κάνει τα κουμάντα τους».

Ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου είχε κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την εξαθλίωση στην οποία οδήγησαν τα δύο προηγούμενα Μνημόνια ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου. Επενδύοντας όμως όχι στην ελπίδα του για αναβάθμιση αλλά στο μένος του για υποβάθμιση όσων είχαν κατιτί παραπάνω. Είναι αυτή η περίφημη εξίσωση προς τα κάτω, της οποίας είδαμε και βλέπουμε πολλές εφαρμογές.

Το τρίτο Μνημόνιο όμως φέρνει τέτοια καθίζηση που, σε πολλές περιπτώσεις, δεν αφήνει περιθώρια για εξισώσεις. Ετσι, ακόμη και στην επερχόμενη γενική φτωχοποίηση, κάποιοι θα μπορούν να διατηρούν στοιχειωδώς την… πρόσβαση σε λίγες σταγόνες άρωμα. Εξάλλου ο αστός δεν είναι αυτός που μπορεί να έχει κάποιες, μη προσβάσιμες πλέον, καταθέσεις στην τράπεζα αλλά εκείνος που, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, επιμένει να συντηρεί τον αστικό, καθημερινό πολιτισμό του.