Σε μια ελαφρώς αυτοεξευτελιστική διαδικασία εξελίσσεται η εκλογή προέδρου της Νέας Δημοκρατίας: αφού έβαλαν το κάρο μπροστά από το άλογο –αρνούμενοι να συζητήσουν πολιτικά σε ένα συνέδριο πριν φτάσουν στην εκλογή του αρχηγού –τώρα σκοτώνουν το άλογο κατατριβόμενοι με τα διαδικαστικά.

Πόσα ευρώ θα πληρώνουν τα μέλη για να ψηφίσουν; Και θα πρέπει να δώσουν περισσότερα ή τα ίδια όσοι δηλώσουν «φίλοι» του κόμματος; Θα μπορεί να ψηφίσει όποιος θέλει; Και πώς θα διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξουν περιοδεύοντες ψηφοφόροι, που θα τινάξουν στον αέρα κάθε αξιοπιστία –τόσο του νέου προέδρου όσο και του ίδιου του κόμματος;

Και βεβαίως, κάθε υποψήφιος έχει τους λόγους του να προτιμά τον έναν ή τον άλλον τρόπο διεξαγωγής της ψηφοφορίας –μόνο που οι λόγοι αυτοί δεν έχουν να κάνουν με το μέλλον της συντηρητικής παράταξης, αλλά με την αύξηση των πιθανοτήτων εκλογής του καθενός: άλλον βολεύουν οι συνδρομές των δύο ευρώ, άλλον των πενήντα ευρώ –και άλλον της μιας δραχμής τα γιασεμιά.

Οπως έχει αποδειχθεί, τόσο στη Νέα Δημοκρατία όσο και στο ΠΑΣΟΚ –που έχουν ενστερνιστεί την απευθείας εκλογή των προέδρων τους –τα κόμματα βγαίνουν βαθύτατα διχασμένα από τέτοιες διαδικασίες: συνέβη με τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Βαγγέλη Βενιζέλο, συνέβη με τον Αντώνη Σαμαρά και την Ντόρα Μπακογιάννη.

Τώρα όμως η ΝΔ κινδυνεύει όχι μόνο να διχαστεί, αλλά και να γίνει αντικείμενο της χλεύης των πολιτών. Και σε μια τέτοια ατμόσφαιρα ελάχιστη σημασία θα έχει το πρόσωπο του νέου προέδρου.