Το επεισόδιο Αρχιεπισκόπου αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας με τα Θρησκευτικά, το πατριδοκάπηλο κιτς του υπουργού Αμυνας στη Σαλαμίνα και η ακραία δήλωσή του στη Λευκωσία περί παρέλασης στο Ριζοκάρπασο ήταν το προανάκρουσμα της απόλυτης ιδεολογικής υποχώρησης για την Αριστερά. Η τελετή της ορκωμοσίας του νέου Κοινοβουλίου, με τον πληθωρισμό εκπροσώπων της Εκκλησίας (και των άλλων δογμάτων) στην πανηγυρική πρεμιέρα του θεσμού ο οποίος νομιμοποιείται από τις αποφάσεις του λαού, έρχεται να σφραγίσει με την τελετουργική ισχύ του την αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να δηλώσει την ευρωπαϊκή καταγωγή και ταυτότητα.

Θυμάμαι, π.χ., τον παλαιό γνωστό μου Νίκο Φίλη να με επιτιμά, κατά καιρούς, για διάφορες θέσεις που διατύπωσα, τις οποίες θεωρούσε συντηρητικές. Μου αναγνώριζε όμως πάντα την επιμονή μου να επιδιώκω τον χωρισμό Εκκλησίας – Κράτους, διαρκές και πάγιο αίτημα της Αριστεράς, αποτέλεσμα της κοσμικής ιδεολογίας της. Σήμερα, από την πλευρά μου, δεν διανοούμαι να επιτιμήσω τον δικό του πραγματισμό. Ξέρω τι θέλει –και με στενοχωρεί ότι στο όνομα της εξουσίας θα κάνει πάντα τον πυροσβέστη.

Το ζήτημα προφανώς έχει μια αγοραία πτυχή: την εξουσία και τα λεφτά. Η πτυχή αυτή κρύβει την ιδεολογική διάστασή του, την οποία στο παρελθόν είχε στηρίξει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ο οποίος, έπειτα από την επτάμηνη εμπειρία του, το έστριψε διά της τελευταίας τιμητικής θέσης στο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσουκαλάς κάνει λόγο για τον ιδεολογικό ρόλο του έθνους, στην εμμονή της Εκκλησίας και των συντηρητικών κύκλων να επιμένουν να τη διατηρήσουν ως ενεργό συνώνυμο του Κράτους, για λόγους ταυτότητας στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Στην «προ-ορθολογική υπερβατοκρατία» του «μεσσιανικού ολοκληρωτισμού» που κερδίζει έδαφος, λέει ο Τσουκαλάς («Το Βήμα», 7/1/2001), «η φαντασίωση ενός […] ανεξέλεγκτου έθνους ορθώνεται εναντίον μιας […] πολιτείας που απορρέει από την ορθολογική ελεύθερη βούληση των πολιτών».