Ήταν κάποτε, στη γερμανική πόλη Ουλμ, ένας ράφτης που πίστευε ότι ο άνθρωπος μπορούσε να πετάξει. Κατασκεύασε τεχνητά φτερά κι ανέβηκε στο καμπαναριό της εκκλησίας για να τα δοκιμάσει. «Ο άνθρωπος ποτέ δεν θα πετάξει, ο άνθρωπος δεν είναι πουλί» του είπε ο επίσκοπος. Ο ράφτης άνοιξε τα φτερά του και συνετρίβη στο πλακόστρωτο της πλατείας. «Είδατε;», είπε ο επίσκοπος στον λαό, «ήταν μια τρέλα, ένα ψέμα, ο άνθρωπος ποτέ δεν θα πετάξει».

Την αληθινή ιστορία του ράφτη της Ουλμ την έχει αφηγηθεί σ’ ένα ποίημά του ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Την επανέλαβε κάποτε ο Πιέτρο Ινγκράο –ο θάνατος του οποίου, αυτή την εβδομάδα, έφερε ξανά στην επιφάνεια τη νοσταλγία για αυτό που ήταν κάποτε η Αριστερά.

Oι ιταλοί Κομμουνιστές, μέσα στη θύελλα των συζητήσεων που είχε προκαλέσει η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αποφάσιζαν να αποσχηματίσουν το κόμμα τους από κομμουνιστικό σε κάτι νέο, μετα-κομμουνιστικό. Ο βετεράνος Ινγκράο ήταν επικεφαλής όσων απέρριπταν τον μετασχηματισμό και τη μετονομασία. «Μα πώς είναι δυνατόν να πιστεύετε, έπειτα από όλα όσα έγιναν, ότι ο όρος «κομμουνιστικό» μπορεί να περιγράφει το μαζικό δημοκρατικό κόμμα που θέλουμε να είμαστε, ικανό να κυβερνήσει τη χώρα;» τον ρώτησε ένας σύντροφός του. Κι εκείνος απάντησε, επικαλούμενος τον ράφτη του ποιήματος του Μπρεχτ: «Αν κάποιος που προσπάθησε να πετάξει, τσακίστηκε, αυτό δεν σημαίνει ότι είχε δίκιο ο επίσκοπος στην προφητεία του ότι η ανθρωπότητα δεν θα καταφέρει ποτέ να πετάξει».

Ηταν η εποχή μιας αγωνιώδους αναζήτησης. Υπάρχει ακόμη Αριστερά, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού προτύπου; Εχει ακόμη νόημα η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς ή μήπως η Ιστορία τελείωσε; Και μπορεί η Αριστερά να ξαναμάθει να οραματίζεται έναν διαφορετικό κόσμο και ταυτόχρονα να λερώνει τα χέρια της στη διαχείριση του σημερινού; Ή πρέπει να διαλέξει ένα από τα δύο;

Κι έπειτα, κάποια στιγμή, οι αναζητήσεις κόπασαν και η Αριστερά χωρίστηκε στα τρία. Η Αριστερά που επέμενε στο παλιό όνειρο –το ΚΚΕ παρ’ ημίν ή το ΚΚ Πορτογαλίας που επέζησαν. Η Αριστερά που εγκατέλειψε κάθε όνειρο για το μέλλον και αναδείχθηκε σε επιτυχημένο διαχειριστή του παρόντος, κατά το πρότυπο του Μπλερ ή του Σρέντερ. Και σιγά σιγά αναδείχθηκε μια τρίτη εκδοχή Αριστεράς, μια κινηματική Αριστερά, που δεν μιλούσε πολύ για το μέλλον, μα αντιπολιτευόταν ριζοσπαστικά και μαχητικά το παρόν –στο Σιάτλ, στη Γένοβα, στην Αθήνα.

Το διεθνές ενδιαφέρον που προκαλεί η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ –κι ήταν εμφανής αυτές τις ημέρες και στη Νέα Υόρκη –οφείλεται ακριβώς στην πρωτοτυπία της εμπειρίας αυτής. Είναι ένα κόμμα που ξεκίνησε τη ζωή του την εποχή που ο Ινγκράο έπαιρνε θάρρος από τον ράφτη της Ουλμ για να κρατήσει ζωντανή την πίστη στο σοσιαλιστικό μέλλον. Ενα κόμμα που εξελίχθηκε και μεγάλωσε απότομα, μπολιασμένο με τις φύτρες αυτής της Αριστεράς νέου τύπου, της κινηματικής, ελάχιστα οραματικής μα υψηλόφωνα ριζοσπαστικής, που ανδρώθηκε στη μάχη κατά των πολιτικών της λιτότητας, απαλλαγμένη από τις παλιές ντροπές της Αριστεράς απέναντι στα δοκιμασμένα όπλα του λαϊκισμού. Ενα κόμμα που, τώρα, επιχειρεί να μετασχηματιστεί σε κόμμα διακυβέρνησης, δηλαδή διαχείρισης του παρόντος, έτοιμο να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι, αν θέλει να κυβερνήσει, πρέπει να λερώσει τα χέρια του με τις πολιτικές εναντίον των οποίων πολέμησε με την ψυχή του.

Η εμπειρία είναι πρωτότυπη. Και μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν είναι μια μεμονωμένη, ελληνική ιδιοτυπία. Οτι μπορεί και να καθρεφτίζεται σε άλλες νεοφυείς εμπειρίες διεθνώς –το Podemos στην Ισπανία, η απροσδόκτητη εσωκομματική νίκη του Κόρμπιν στη Βρετανία, ακόμη και η ξαφνική επιτυχία ενός γερο-σοσιαλιστή όπως ο Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, που έφθασε να περάσει στις δημοσκοπήσεις τη Χίλαρι Κλίντον, ενόψει των προκριματικών εκλογών στο Νιου Χάμσαϊρ. Ενας λόγος παραπάνω αυτός ο πρωτότυπος, δύσκολος, σχεδόν αδύνατος μετασχηματισμός στην ελληνική Αριστερά να τραβά σαν μαγνήτης τα βλέμματα πολλών. Είναι, πράγματι, ένα ενδιαφέρον εγχείρημα. Ιδίως για όσους το ζουν από μακριά.