Αυτή η κυβέρνηση από την Ακρόπολη να πέσει όρθια θα σταθεί. Ορθια και θα χορεύει και κλακέτες. Η αξιωματική αντιπολίτευση, χαμένη στα εσωκομματικά της, προσπερνάει ασημαντότητες τύπου αυξήσεις, ανατιμήσεις και –επί της ουσίας –κλειστές τράπεζες. Κοντός ψαλμός, θα θεμελιώνουν πλέον συνταξιοδοτικό δικαίωμα μόνο 85άρηδες, ψηλοί, πρώην τενίστες που μένουν στο Παγκράτι. Και η ΝΔ ούτε που ν’ ασχοληθεί.

Θα μου πεις «της γούνας σου μανίκι είναι η ΝΔ;».

Ναι, της γούνας μου μανίκι είναι η ΝΔ. Γιατί εδώ ζω, εδώ πληρώνω φόρους –και ξαναπληρώνω τους πληρωμένους που πλήρωσα και θα πληρώσω ενώ έχω ήδη πληρώσει αυτά που θα πλήρωνα εάν δεν πλήρωνα, τις πληρωμές μου μέσα.

Κι όσο να πεις, δεν νιώθω μεγάλη ασφάλεια με μια κυβέρνηση που θα μου φορέσει αυτή τη μαγευτική πανδαισία μέτρων και ημίμετρων. Και οι νεοδημοκράτες ν’ ασχολούνται αν δικαιούται ή όχι ο Τζιτζικώστας να βάλει υποψηφιότητα. (Καλά, μικρός μικρός στα βάσανα κι αυτός –αντί να τη χαρεί λίγο τη ζωή του, βιάζεται να στεφανωθεί την Εξουσία μια ώρα αρχύτερα.)

Οι ημέρες αυτές ήταν η επιτομή της πολιτικής σαπουνόπερας. Ο πατέρας Μητσοτάκης στηρίζει τον υιό Μητσοτάκη που δεν τον στηρίζει η αδελφή του Μητσοτάκη και ανησυχεί εάν ο Τζιτζικώστας κόψει την τύχη του υιού της (υιού της αδελφής του αδελφού του πατέρα Μητσοτάκη) –για τους φίλους «περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας».

Τώρα μιλιούνται Κυριάκος ή Ντόρα; Ή όλο αυτό είναι για τις ανάγκες της παράστασης; Μην τους πουν «βαρόνους» –και σιγά τον τίτλο δηλαδή, στον πάτο της μαρκίζας των ευρωπαίων ευγενών είναι οι βαρόνοι. (Δηλαδή αυτά να τα γράψεις σε σενάριο, σε παίρνουν με τις λεμονόκουπες.)

Από την άλλη, ο Βορίδης. Με έναν ξερό ακόλουθο έφυγε απ’ τον Καρατζαφέρη και πήγε στη ΝΔ και –τρία (;) χρόνια μετά –με έναν ξερό ακόλουθο παρέμεινε. Τι υπουργιλίκια, τι κοινοβουλευτικεκπροσωπιλίκια, τι μεγαλεία, τίποτα. Δεν. Ενας ακόλουθος και τότε και τώρα. Που δεν τον λες και «ρεύμα» τον καημένο. Και που διεκδικεί, λέει, την ηγεσία.

Αχ πού ‘σαι νιότη που ‘λεγες, κύριε Βορίδη μου. Που και χαρισματικός είστε, και ευφυής, και ετοιμόλογος. Αλλά αυτό το «ακρο» κολλητά με το «δεξιός» είναι ένας λεκές που δεν βγαίνει με τίποτα. Θα μπορούσατε, κύριε Βορίδη. Θα μπορούσατε γιατί το ‘χατε. Το χάσατε. Ας προσέχατε.

Ο σταρ στα μαγαζά βγαίνει πάντα τελευταίος στο λαϊκό πρόγραμμα για να δουλέψει κι η λουλουδού με τα τρία ανήλικα στο σπίτι. Κι ο σταρ αδιαμφισβήτητα είναι ο Βαγγέλη(α)ς. Και μόνο που «αποτίναξε» το επίθετο και τον αποκαλούμε με το μικρό του όνομα, το λες και γκραν σουξέ. Ο Βαγγέλη(α)ς μετεκλογικά αντικατέστησε το πλατύ «όλοι οι καλοί χωράμε» χαμόγελο με μια ξινίλα να το πω; Μια ζοχάδα να το πω; Ενα «είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω» να το πω;

Οχι ότι έχει άδικο. Ανέλαβε αποστολή αυτοκτονίας και το πάλεψε. Και μόνο το γεγονός ότι μπροστά από το διψήφιο της ΝΔ υπάρχει το σήμερα 2 κι όχι το 1 –ε, με τη ρέντα του Αλέξη, το λες κι επιτυχία. Πέρασε στον ψηφοφόρο μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα:

«Μπορεί να μην είμαι ο νέος που θέλεις να παντρευτεί η κόρη σου. Είμαι όμως ο καλοκάγαθος γείτονας που θα πιούμε το ουζάκι στο μπαλκόνι και θα μου εμπιστευτείς και τα κλειδιά να σου ποτίζω τον φίκο».

Ο συναινετικός Μεϊμαράκης δεν έβγαλε κουμπούρια κι ακροδεξιές κορόνες. Με αποτέλεσμα, πριν αλέκτορα φωνήσαι καν, μαύροι δελφίνοι με νύχια γαμψά πήγαν να τον πετάξουν σα στυμμένη λεμονόκουπα. Εξού και ξίνισε. Γιατί, εκ του ασφαλούς, εύκολη η κριτική. Εύκολη κι ανέξοδη. Για πάρ’ το πάνω σου όμως. Για πιάσε μπαλκόνια, ρούγες και καντούνια, κόντρα σ’ έναν ΣΥΡΙΖΑ που σαρώνει, να δεις τη γλύκα, μικρέ κι ανόητε δελφίνε.

Ουδείς γνωρίζει πού θα κάτσει η μπίλια. Ουδείς γνωρίζει αν αυτό το κατιτίς, αυτό το je ne sais quoi που κάνει συμπαθή τον νυν αρχηγό της ΝΔ θα επικρατήσει ή όχι.

Η ουσία είναι μία. Οποιος, μα όποιος, να είναι κυβέρνηση, η χώρα χρειάζεται στιβαρή και σοβαρή αντιπολίτευση. Και με αυτή την έννοια μας ενδιαφέρει –και πρέπει να μας ενδιαφέρει –η πορεία της ΝΔ. Με Μεϊμαράκη ή δίχως. Με το je ne sais quoi το δικό του και το je ne sais quoi faire δικό μας.

Οπότε, παίδες, τελειώνετε! Γιατί έχουμε και δουλειές και μέτρα και φόρους –και του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά.

Αντε μπράβο, αγάπες μου. Αντε και salut les copains να ευχηθώ ολόψυχα!