Εντάξει, ας πούμε ότι κάποιος έχει την τύχη να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη προσκεκλημένος των Ηνωμένων Εθνών. Αλλά όταν τελειώνουν οι τυπικές του υποχρεώσεις στη βαρετή Γενική Συνέλευση, τι κάνει; Στριμώχνεται στο πάλκο ενός ιδρύματος δίπλα σε έναν πρώην πρόεδρο που μιλάει με τη βαριά προφορά του Αρκανσο ή προσφέρει ένα σόου στο Μπρόντγουεϊ; Κλείνεται σε μια αίθουσα με ένα απαιτητικό κοινό που περιμένει δύσκολες απαντήσεις από κάπως άβολες ερωτήσεις ή μπλέκεται ανάμεσα σε ένα πλήθος το οποίο αποτελείται από κεφάτους ομογενείς και κορίτσια του Μουλέν Ρουζ ντυμένα στα χρώματα της εθνικής του σημαίας;

Αντίθετα από τον Αλέξη Τσίπρα που προτίμησε τα φώτα της ράμπας του Ιδρύματος Κλίντον, ο Φρανσουά Ολάντ επέλεξε την ασφάλεια μιας παράστασης στο Μπρόντγουεϊ, όπου κάπου ανάμεσα στην 43η και την 37η οδό είχε στηθεί η έκθεση «Best of France». Στο λίκνο της θεατρικής Νέας Υόρκης, γράφει η «Μοντ», ο γάλλος πρόεδρος βρήκε τα χαμένα του ρεφλέξ και τον ρόλο του αιώνιου υποψηφίου: έσφιξε χέρια, χάρισε χαμόγελα, μοίρασε ατάκες.

Κάθε ταξίδι είναι μια ευκαιρία –αλλά είναι και μια εμπειρία. Χωρίς συσσωρευμένη εμπειρία εξωτερικού, ο Αλέξης Τσίπρας πίστεψε ότι στο Ιδρυμα Κλίντον θα ξεμπέρδευε με μερικές ατάκες εσωτερικού, ότι θα έπαιρνε πάσες από έναν πρώην πρόεδρο, εναντίον του οποίου διαδήλωνε κάποτε, για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του στους μονολόγους. Αλλά η παράσταση στο Ιδρυμα Κλίντον δεν ήταν για έναν ρόλο. Κι έπειτα, ο έλληνας Πρωθυπουργός εξακολουθεί να αισθάνεται άνετα στον ρόλο που διαπρέπει και ο Φρανσουά Ολάντ: αυτόν του αιώνιου υποψηφίου. Ο φυσικός του χώρος παραμένει η πλατεία, η τέχνη που γνωρίζει καλά είναι η τέχνη του δρόμου. Εκεί όπου σφίγγεις χέρια και μοιράζεις χαμόγελα γοητείας ακόμη και αν δεν έχεις απέναντί σου τα κορίτσια του Μουλέν Ρουζ αλλά αφιονισμένους οπαδούς.