Την περασμένη Τρίτη έσκασε μια φήμη ότι ο Γιώργος Κιμούλης προαλείφεται ως ο νέος υπουργός Πολιτισμού. Δεν είναι πρώτη φορά που το όνομά του παίζει, ως υποψήφιου πολιτικού παράγοντα. Φαντάζομαι δε ούτε η τελευταία. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, του είχαν γίνει από τον ΣΥΡΙΖΑ προτάσεις για τη δημαρχία της Αθήνας, το ευρωψηφοδέλτιο και τη θέση του αντιπεριφερειάρχη Πολιτισμού στην Περιφέρεια Αττικής. Προτάσεις τις οποίες με ευγένεια αρνήθηκε. Κι όμως, μεταξύ αστικού μύθου και πολιτικής πραγματικότητας ο Κιμούλης συνδυάζει όλες τις προϋποθέσεις που διευκολύνουν τη μετάβαση από την τέχνη στην πολιτική. Μια διαδρομή που ουδέποτε διανύθηκε αντίστροφα και αποτυπώνει κατά έναν τρόπο μια αυθαίρετη, ανέμπνευστη και επιφανειακή ερμηνεία εκείνου του συνθήματος του Μάη του ’68 περί φαντασίας στην εξουσία. Κάτι που όποτε επιχειρήθηκε ουσιαστικά, τελικά απέτυχε. Οπως άλλωστε και η ποίηση δεν κατέβηκε ποτέ στα πεζοδρόμια –γιατί αν κατέβαινε, η ποίηση δεν θα ήταν πλέον ποίηση και τα πεζοδρόμια δεν θα ήταν πια πεζοδρόμια. Εμεινε ωστόσο ο συμβολισμός μιας φωτογραφίας με τον Ιβ Μοντάν στην εμπροσθοφυλακή κάποιας διαδήλωσης.

«Πόσο ξεπερασμένη, δυστυχώς, είναι σήμερα αυτή η εικόνα». Ετσι είχε σχολιάσει ο Γιώργος Κιμούλης τον συγκεκριμένο συμβολισμό πριν από δυο – τρία χρόνια σε μια μεταξύ μας φιλική κουβέντα. Και ανακάλεσα στη μνήμη μου τα λόγια του όταν κυκλοφόρησε η φήμη της υπουργοποίησής του. Δεν χρειάστηκε καν να επικοινωνήσω μαζί του για να επιβεβαιώσω αυτό που ήδη ήξερα εξ αντιλήψεως και εξ ενστίκτου. Οτι ο Κιμούλης δεν πρόκειται να αναλάβει ποτέ οποιαδήποτε κρατική θέση. Οχι γιατί θεωρεί ότι δεν διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, αλλά επειδή διατηρεί τον εστετισμό, τη φιλοδοξία του αλλά ακόμη και την εγγενή ματαιοδοξία του καλλιτέχνη, αλώβητη από μικροαστικά οράματα και εμμονές. «Εγώ θέατρο ξέρω –κι αν ξέρω –να κάνω. Μόνο αυτό» τον θυμάμαι να λέει.

Η φιλία μας κρατάει από τα εφηβικά μου χρόνια και, ενδεχομένως, καταπατώ τώρα το απόρρητό της. Ωστόσο το κείμενο αυτό δεν είναι προσωπικό. Η περιπτωσιολογία βοηθάει ώστε να περιγραφούν ανάγλυφα γενικότερες νοοτροπίες και φαινόμενα. Για να γυρίσουμε λοιπόν στη συζήτηση περί Ιβ Μοντάν επικεφαλής σε διαδήλωση, θυμάμαι τον Γιώργο να λέει επίσης ότι η απομυθοποίηση των επώνυμων καλλιτεχνών, στην οποία έχουν συμβάλει καταλυτικά η τηλεόραση και η διακίνηση από τα ΜΜΕ των αρνητικών στοιχείων της ζωής τους, καθιστά στην εποχή μας αυτό τον συμβολισμό όχι μόνο ξεπερασμένο αλλά και άκυρο. Από εκείνες τις κουβέντες μας έχω κρατήσει την πάγια άποψή του για το πόσο επικίνδυνη και εμπρηστική είναι η συμμετοχή των διασημοτήτων στη νομή της εξουσίας, καθώς μαζί με τους φίλους και τους θαυμαστές τους κουβαλούν και τους εχθρούς τους. Μαζί με την οποιαδήποτε σοβαρότητα, και τα ανεκδοτολογικά τους στοιχεία. Και άλλες κουβέντες. Περί της γνώσης του αντικειμένου. Οταν ο ίδιος, όπως τον περιγράφει κάποιος συνάδελφός του, «έχει περικυκλώσει γνωστικά το θέατρο από όλες τις μπάντες», είναι αυτονόητο ότι έχει δεοντολογικό θέμα με την αβάσταχτη ελαφρότητα του «δεν ξέρω, αλλά έχω την καλή διάθεση να μάθω». Να μαθαίνεις την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, ενώ συγχρόνως την ασκείς, είναι σαν να βγαίνεις στην Εθνική στο πρώτο μάθημα οδήγησης.

Δεν είναι όμως μόνο αυτά που έχουμε συζητήσει. Είναι και αυτά που έχω δει. Δεκατέσσερις χιλιάδες θεατές –και άλλοι τόσοι το επόμενο βράδυ –να τον χειροκροτούν όρθιοι ως Οιδίποδα το 1997 στην Επίδαυρο. Επειτα από εκείνη την παράσταση, μάλιστα, το ΚΑΣ μείωσε για λόγους επικινδυνότητας τις θέσεις στο αρχαίο θέατρο. Εξάλλου, ο ίδιος σε κρίσεις αυτοεκτίμησης λέει ότι η ψήφος στην πολιτική είναι δωρεάν, ενώ στο θέατρο και την πληρώνουν και του τη δίνουν δύο φορές τον χρόνο. Και last but not least. Ενώ έχει αιμορραγήσει οικονομικά για το θέατρο και έχει απειληθεί ακόμη και η προσωπική του ελευθερία λόγω χρεών, δεν έχει πάρει ποτέ ως επιχορήγηση ούτε ένα ευρώ από τον κρατικό κορβανά και συνειδητά έχει κρατηθεί μακριά από την πολιτική «καμαρίλα». Με αυτό τον τρόπο ασκεί τον άκρατο εγωκεντρισμό του ο Γιώργος Κιμούλης.

Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους η υπουργοποίησή του μοιάζει με ανέκδοτο. Και για τους ίδιους, διαβασμένους ανάποδα, άλλοι καλλιτέχνες πέφτουν στην παγίδα της πολιτικής εξουσίας και της κρατικής θέσης.