Στα 70 χρόνια της μεταπολεμικής ιστορίας της, η Ιταλία έχει αλλάξει 69 κυβερνήσεις –κατά μέσον όρο, σχεδόν μία κάθε χρόνο. Η πιο σύντομη από αυτές ήταν η πρώτη κυβέρνηση του Αμιντόρε Φανφάνι, το 1954, καθώς έζησε μόλις 23 ημέρες. Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, και από ένα καπρίτσιο της πολιτικής του τύχης, ο Φανφάνι κατέγραψε και άλλο ένα ρεκόρ. Στα 79 του χρόνια έγινε ο γηραιότερος πρωθυπουργός της χώρας του. Κι εκείνη η κυβέρνηση, πάντως, δεν μακροημέρευσε. Ο Φανφάνι παρέδωσε την εξουσία έπειτα από 102 ημέρες.

Η ιστορία του Αμιντόρε Φανφάνι είναι ένα από τα πιο εμβληματικά κεφάλαια της πλούσιας ιστορίας της πολιτικής αστάθειας στην Ιταλία. Εν τούτοις, η ιστορία των ιταλικών εκλογών δεν είναι τόσο πλούσια. Από το 1946, οι Ιταλοί έχουν κληθεί στις κάλπες 17 φορές –κατά μέσον όρο κάθε τέσσερα χρόνια. Την ίδια περίοδο, οι Ελληνες έχουν ψηφίσει 26 φορές –δηλαδή κάθε δυόμισι χρόνια αν αφαιρεθούν τα επτά της δικτατορίας. Μαζί με το δημοψήφισμα, η εκλογική πυκνότητα του ’15 ξεπερνάει ακόμη και την εκλογική πυκνότητα του ’89. Και η χρονιά δεν έχει τελειώσει ακόμη.

Οι εκλογές ασκούν μια γοητεία στο εγχώριο πολιτικό σύστημα, η οποία δεν εξηγείται μόνο πολιτικά. Διαφημίζονται ως κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας, ως προσφυγή σε έναν υποτιθέμενο υπέρτατο κριτή. Συνήθως υποκρύπτουν κάτι πιο πεζό: τη δίψα της αντιπολίτευσης για την εξουσία ή μιας κυβέρνησης να διατηρηθεί σε αυτήν γλιτώνοντας με τις πρόωρες εκλογές μερικούς μήνες φθοράς ακόμη. Ειδικά αυτές οι εκλογές κάλυψαν και μια ψυχολογική ανάγκη: λειτούργησαν ως διάλειμμα από τη μνημονιακή πραγματικότητα, ως στρουθοκαμηλική απόδραση από τον διαχειριστικό κάματο. Η προκήρυξή τους ήταν στην ουσία μια διακήρυξη αεργίας: αυτές ήταν οι εκλογές του τεμπέλη. Μόνο που η οκνηρία έχει κόστος –από τον χρόνο που χάνεται μέχρι το χρήμα που δεν έρχεται και τον λογαριασμό που ανεβαίνει. Και να φανταστεί κανείς ότι ο Τσίπρας έχει τα μισά χρόνια του Φανφάνι.