Η βασική αρχή στην ελληνική εκδοχή των ντιμπέιτ είναι ότι δεν χρειάζεται να κερδίσεις –αρκεί να μη χάσεις. Η αρχή αυτή, μαζί με την έλλειψη κουλτούρας διαλόγου που χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα, εξηγεί γιατί οι τηλεοπτικές μονομαχίες στην Ελλάδα έχουν πιο μπερδεμένους κανόνες και από το μπριτζ. Οι περιοριστικοί κανόνες χρειάζονται επειδή τίποτε δεν εγγυάται ότι οι συμμετέχοντες δεν θα μετατρέψουν το ντιμπέιτ σε τηλεπαράθυρο πρωινάδικου –ο Καμμένος και ο Μεϊμαράκης αλλά και η Φώφη Γεννηματά δευτερευόντως έδωσαν την περασμένη εβδομάδα μια μικρή και πικρή γεύση. Παράλληλα, όμως, επιβάλλονται επειδή ο απώτερος σκοπός είναι να περιοριστεί ο κίνδυνος της ήττας.

Ο φόβος αυτός λειτουργεί με βάση τη διεθνή εμπειρία. Εκεί όπου τα ντιμπέιτ δεν εκφυλίζονται σε παράλληλους μονολόγους, υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Απ’ όλους τους χαμένους, όμως, αξίζει να θυμηθεί κανείς τρεις. Και αξίζει να τους θυμηθεί επειδή έχασαν μόνοι τους. Ο ένας ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον, το 1960, που έχασε επειδή ήταν χλωμός και έμοιαζε ακόμη πιο πολύ χλωμός δίπλα στον ροδαλό Κένεντι. Ο άλλος ήταν, το 1988, ο Μάικλ Δουκάκης που αιφνιδιάστηκε από μια ερώτηση για τη θανατική ποινή υπογράφοντας τη δική του καταδίκη σε πολιτικό θάνατο. Και η τρίτη ήταν η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, το 2007, που έχασε την ψυχραιμία της αποδεικνύοντας ότι για τους Γάλλους μπορείς να έχεις νεύρα ή να έχεις την προεδρία, αλλά ποτέ και τα δυο μαζί.

Το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των τριών ντιμπέιτ δεν ήταν μόνο το αυτογκόλ, ήταν ότι έκριναν και τις εκλογές –αντίθετα με την Ελλάδα όπου, τουλάχιστον έως χθες το βράδυ, ο απόηχος των ντιμπέιτ στις κάλπες ήταν κάτι περισσότερο από αμελητέος. Αυτή τη φορά, όμως, οι εκλογές κρίνονται στις λεπτομέρειες. Το χθεσινό ντιμπέιτ δεν ήταν μια ασφαλής πτήση, όπως τα προηγούμενα. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν έχει σημασία μόνο ποιος είναι ο πιο ροδαλός, ο πιο ετοιμόλογος ή ο πιο ψύχραιμος, αλλά ο πιο αδίστακτος.