Αν είχα προσγειωθεί από τον Αρη στην Ελλάδα την τελευταία εβδομάδα και έβλεπα τις προεκλογικές καμπάνιες των κομμάτων θα νόμιζα ότι θα βρισκόμουν στη χώρα που ανακάλυψε και κεφαλαιοποίησε την ευτυχία, την ευδαιμονία και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Λαμβανομένης, λοπόν, υπόψη της ειδικής συνθήκης που πρέπει να υπάρχει –έστω και μη διακρινόμενης –μεταξύ διαφήμισης και πραγματικότητας, τα σποτ των κομμάτων μού φαίνονται εντελώς αποτυχημένα.

Από τη δεκαετία του 1980 που η διαφήμιση αναγνωρίστηκε ως κομμάτι της ποπ κουλτούρας, το πλατύ κοινό θεωρεί ότι η εικονοποίηση μιας έξυπνης ιδέας, με ή χωρίς σλόγκαν, μπορεί να στηρίξει μια καμπάνια. Αυτή ακριβώς όμως είναι η τέχνη της συγκεκριμένης επιστήμης. Κάνει το περίπλοκο να φαίνεται απλό. Γιατί η διαφήμιση είναι επιστήμη και μάλιστα σύνθετη, που απαιτεί ειδική μελέτη και ακόμη ειδικότερη γνώση. Οι επιστημονικές παράμετροι φαίνεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη σε αυτήν την προεκλογική περίοδο. Ελλείψει χρημάτων ή χρόνου οι καμπάνιες μοιάζει να στήθηκαν από μια κεφάτη παρέα που μαζεύτηκε για ποτάκια ή από επαγγελματίες που δεν έχουν ακόμη ρονταριστεί μετά την καλοκαιρινή άδεια. Ετσι, επένδυσαν στην ελαφρότητα του χιούμορ (ΛΑΕ, Το Ποτάμι, ΑΝΕΛ) ή στην ψευδαίσθηση μιας ευδαιμονίας όπου το κράτος είναι ο καλός Σαμαρείτης (κατά τον ΣΥΡΙΖΑ) και «η –νοικοκυρά –Δήμητρα βάζει τα γυαλιά στους καλύτερους μάνατζερ» (κατά τη ΝΔ). Το colpo grosso όμως της διαφήμισης δεν είναι να κάνει το ψέμα να μοιάζει με αλήθεια αλλά να ξεβάψει στην αλήθεια τη γοητευτική πατίνα του ψέματος. Οχι δικό μου. Του Ντέιβιντ Ογκιλβι.