Σαν σήμερα, πριν από 55 χρόνια, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 52 ετών, ο Μ. Καραγάτσης. Ο σημαντικότερος, ίσως, εκπρόσωπος της «γενιάς του ’30» και σίγουρα ο πιο διαχρονικός. Μόλις πέρυσι το καλοκαίρι η «Μεγάλη χίμαιρα» ήταν στην πρώτη θέση των best seller. Θυμόμουν ότι η τελευταία φράση που είχε γράψει στο ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του, το «10», αυτός ο ιδιοφυής καγχαστής της πραγματικότητας ήταν «Ας γελάσω!». Ανατρέχοντας στο βιβλίο για να το επιβεβαιώσω, διάβασα λίγες αράδες παραπάνω. Ουσιαστικά, την τελευταία καταγεγραμμένη σκέψη του γιατί ό,τι ακολουθεί είναι δύο – τρεις ατάκες ανάμεσα σε έναν δογματικό του ΚΚΕ και σε έναν πρώην σύντροφό του, αναθεωρητή: «Α ναι, η δημιουργική επανάσταση. Τα σχέδια της νέας, της υπερτέλειας οικοδομής είναι έτοιμα, μόνο που δεν έχουμε εμπειρία οικοδόμου. Οσο προχωρούμε, βλέπουμε ότι το σχέδιο είναι πρακτικά ανεφάρμοστο. Κανονικά, θα έπρεπε να το γκρεμίσουμε, τότε όμως θα ξαναχτίζαμε εκείνο που γκρεμίσαμε. Μην μπορώντας να παραδεχθούμε την αποτυχία μας, χτίζουμε κάτι αλλιώτικο που δεν είναι ούτε το παλιό γκρεμισμένο ούτε το καινούργιο σχεδιασμένο. Είναι κάτι αλλόκοτο. Επιμένουμε όμως να πιστεύουμε ότι το αλλόκοτο αντιπροσωπεύει τα αρχικά μας σχέδια…».

Οταν αυτό έχει γραφτεί πριν από 55 χρόνια και ακούγοντας σήμερα τον πολιτικό λόγο να επικεντρώνεται στο περί παλιού και νέου, τους οπαδούς των κομμάτων να επενδύουν στα γκρεμίδια, τους πρώην συντρόφους –όπως και στο βιβλίο –να διεκδικούν την ανακαίνιση της ιδεολογίας τους, αναρωτιέμαι μήπως το πιο παλιό απ’ όλα είναι τελικά η ίδια η εποχή μας.