Οταν το αερόπλοιο των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ συνετρίβη κατά την υποχρεωτική κάθοδό του από τα ύψη του παραμυθιού στο σκληρό έδαφος της πραγματικότητας, δεν εξαέρωσε μόνον τα συστατικά του, δηλαδή την ιδεολογική κενότητα του αντιμνημονιακού εγχειρήματος, αλλά και το μικρό μέγεθος των ηγετών της πολιτικής παραμυθίας της πενταετίας.

Για ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών που βρέθηκαν απότομα από το ύψος της μαγικής λύσης στην υποχρεωτική αναμέτρηση με τα πραγματικά προβλήματα, σημειώνεται μια επικίνδυνη αναστροφή. Στη θέση της άρνησης και της καταδίκης των «ξένων που μας επιβουλεύονται και μας εχθρεύονται», αναπτύσσεται τώρα ένας νέος μηχανισμός αυταπάτης, ότι αυτοί οι πρώην «κακοί» αποτελούν, πλέον, την εγγύηση της ασφαλούς πορείας της χώρας.

Με απλά λόγια, εμπεδώνεται η βεβαιότητα του τυφλοσούρτη των Μνημονίων. Οτι, αφού υπάρχουν το Μνημόνιο και η χρηματοδότηση, εφόσον το εφαρμόζουμε, λίγο – πολύ κάποια στιγμή, με την καλοσύνη των ξένων από τη μια μεριά και την ευρηματικότητα χειρισμών που μπορούμε να επιδείξουμε από την άλλη, θα βγούμε από την κρίση και θα ξαναρχίσουμε μια ανοδική πορεία.

Πρακτικά, ενόψει των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου, αυτή η αναστροφή συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο ως προς το περιεχόμενο της επιλογής του πολίτη. Διότι, κατ’ ουσίαν, αποπολιτικοποιεί την ψήφο και εμπεδώνει τη βλακώδη αντίληψη του «όλοι ίδιοι είναι, αφού όλοι ψήφισαν και δέχτηκαν τα Μνημόνια».

Αυτή η αντίληψη δεν ισοπεδώνει μόνον τις μεγάλες και υπαρκτές διαφορές μεταξύ των κομμάτων του λεγόμενου ευρωπαϊκού τόξου, όπου δειλά και αντιφατικά εμφανίζεται ένα κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ να αναζητά θέση και ρόλο.

Καλλιεργεί επίσης την επιλογή της αποχής και ενθαρρύνει την υποτιθέμενη αντισυστημική ψήφο ή την ψήφο στον κύριο Λεβέντη.

Ακόμα χειρότερα, η βεβαιότητα ότι η Ελλάδα είναι ασφαλής λόγω των Μνημονίων συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο και καθιστά ακόμα πιο πιθανές τις αρνητικές εξελίξεις, που μάλιστα περιλαμβάνουν την έξοδο από την ευρωζώνη, όχι ως ατύχημα, αλλά ως τη φυσική και αναπόφευκτη κατάληξη της αποτυχίας ενός γόνιμου μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας.

Ασφάλεια της χώρας είναι πράγματι το Μνημόνιο, μόνον εφόσον το αντιληφθούμε ως τη βάση για να χτίσουμε μια νέα Ελλάδα, με σχέδιο και αποφασιστικές επιλογές, πολύ πέραν των μνημονιακών οριζόντων. Αν, αντίθετα, θεωρήσουμε ως περιεχόμενο της πολιτικής τον τρόπο τήρησης των όρων του Μνημονίου (αλλά με αναζήτηση των «ισοδυνάμων» και μια διαρκή «διαπραγμάτευση» των προβλέψεών του), η ιστορική ευκαιρία ανασύνταξης της χώρας θα χαθεί για άλλη μία γενιά.

Βρισκόμαστε σε μια καμπή, όπου ενώ όλα κρίνονται όσο ποτέ από τις δικές μας εσωτερικές πολιτικές επιλογές, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, τραυματισμένο βαριά από την έκρηξη της αντιμνημονιακής φούσκας, προσχωρεί σε ένα ιδιόρρυθμο Σύνδρομο της Στοκχόλμης έναντι των δανειστών, εναποθέτοντας σε τρίτους τη λύση των δικών μας προβλημάτων.

Είναι λοιπόν απολύτως σαφές ότι ψηφίζουμε όσο ποτέ πολιτικά, σε ένα τοπίο όπου κανένας δεν είναι ίδιος με τον άλλο. Το αντίθετο μάλιστα. Δεν είναι, για παράδειγμα, ίδια η ψήφος στη Νέα Δημοκρατία, στο ΠΑΣΟΚ ή στο Ποτάμι, επειδή διακρίνονται από την κοινή, σταθερή τους προσήλωση στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.

Σε επίπεδο πολιτικής προπαρασκευής, επεξεργασμένων θέσεων για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, δοκιμασμένης διαδικασίας αυτοκάθαρσης από τις παθογένειες του παρελθόντος του, με μεγάλο βάθος έμπειρων στελεχών που δεν υπέκυψαν στους πειρασμούς και άντεξαν τις ηθικές δοκιμασίες της εξουσίας, με νέους ανθρώπους στις τάξεις του, με άνοιγμα σε ευρύτερες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και προσωπικότητες, οργανικό κομμάτι του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το ΠΑΣΟΚ σε αυτές τις εκλογές έχει δύο χαρακτηριστικά: πρώτον, θα αποτελέσει μια θετική δύναμη στις κυβερνήσεις συνεργασίας για την εφαρμογή ενός συνολικού εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση. Δεύτερον, θα έχει καταλυτική συμβολή στην αναπόφευκτη συνολική ανασύνθεση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας προς τη δημιουργία του πολιτικού φορέα που θα οδηγήσει στην Ελλάδα της ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη, με την αξιοπρέπεια που δικαιούνται οι πολίτες της και την περηφάνια που επιβάλλεται να εμπνέει το κράτος τους.

Ο Πέτρος Ευθυμίου είναι πρώην υπουργός