Δεν μου κάνει εντύπωση που τα μέλη της Βουλής των Εφήβων επιφύλαξαν στη Ζωή Κωνσταντοπούλου υποδοχή αντάξια του Τζάστιν Μπίμπερ. Οι έφηβοι «βουλευτές» έχουν αναπτύξει έναν λόγο άνυδρης και στείρας πολιτικής ορθότητας που προσομοιάζει σε αυτόν της ΠτΒ και αρμόζει σε πεισμωμένους κρονόληρους, όχι σε ανήσυχους εφήβους. Σε αυτό το πλαίσιο ακόμη και η άποψη που διατυπώθηκε ότι είναι ρατσιστικό να διαχωρίζουν τους μαθητές Αγγλικών σε αρχάριους και προχωρημένους δεν εκπλήσσει. Πολύ περισσότερο σε μια εποχή που η έννοια του ρατσισμού έχει γίνει καραμέλα μεγάλης ποικιλίας γεύσεων ώστε να διαλέγει ο καθένας αυτή που του αρέσει. Και έτσι, χάνεται η ουσία της. Λίγο πιο μεγάλος από τον νεαρό «βουλευτή» ήταν ο μοναχογιός της φίλης που πριν από λίγες εβδομάδες έβαλε τέρμα στη ζωή του. Πολιτικοποιημένο παιδί, με προοδευτικές ιδέες, ενταγμένο στο αντιρατσιστικό κίνημα. Δεν μπόρεσε όμως να διαχειριστεί το ότι ο πατέρας του ήταν ομοφυλόφιλος. Και τον καταδίκασε σε διά βίου τύψεις. Οπως και τη μητέρα του που τον βρήκε κρεμασμένο από τον πολυέλαιο και η οποία για χρόνια, μπορεί και για πάντα, θα αναρωτιέται τι έκανε λάθος. Γιατί οι δύο πρώην σύζυγοι τα είχαν βρει μεταξύ τους και είχε τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του. Αυτό που δεν πρόλαβε λοιπόν να συνειδητοποιήσει ο νεαρός αυτόχειρας είναι ότι στον αντίποδα του ρατσισμού δεν υπάρχει ο ολοκληρωτισμός τού «είμαστε όλοι ίδιοι». Η ομοιομορφία δεν είναι δημοκρατία. Είναι το άλλο πρόσωπο του ρατσισμού. Ισως και το σκληρότερο.