Oι μαρτυρικές – λόγω της στάσης της Προέδρου – ψηφοφορίες του Ιουλίου στη Βουλή ανέδειξαν μια πραγματικότητα που τα κόμματα αρνούνται να αναγνωρίσουν: η συνεννόηση έπαψε να είναι ζητούμενο και έδωσε πολύ μεγάλες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.

Για την ελληνική πολιτική σκηνή, θέματα όπως ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός – η συγκρότηση κυβέρνησης με τη συμμετοχή του πρώτου και του δεύτερου κόμματος, κατά τα γερμανικά πρότυπα – είναι ένα διαχρονικό ταμπού.

Τα κόμματα δεν διέθεταν μέχρι πρότινος κουλτούρα συνεργασίας – είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι σχηματισμοί με παραπλήσιες πολιτικές απόψεις αρνούνταν ακόμη και να ανοίξουν διάλογο μεταξύ τους.

Αν εξαιρέσει κανείς τη θνησιγενή οικουμενική κυβέρνηση του Ζολώτα, πρέπει να φτάσει στα χρόνια της κρίσης που επέβαλε την κυβέρνηση Παπαδήμου – η οποία ωστόσο δεν μπορεί να καταγραφεί στην Ιστορία ως μεγάλος συνασπισμός, αφού η ΝΔ την αντιμετώπισε περίπου ως μεταβατική κυβέρνηση στον δρόμο για τις εκλογές.

Η εκλογική νίκη του Αλέξη Τσίπρα τον περασμένο Ιανουάριο έβαλε για πρώτη φορά την Αριστερά ενώπιον των κυβερνητικών καθηκόντων. Η δε υπογραφή της συμφωνίας με τους δανειστές, ύστερα από μια διαπραγμάτευση στα όρια, έθεσε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις ενώπιον κοινών ευθυνών.

Τώρα ούτε τα κόμματα ούτε οι πολίτες έχουν ψευδαισθήσεις: τα συμφωνηθέντα δεν δεσμεύουν μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τη χώρα. Και είναι προφανές ότι εκείνοι που ψήφισαν τη συμφωνία πρέπει να αναλάβουν και την ευθύνη της εφαρμογής της.

Παιχνίδια του τύπου «ψήφισα το Μνημόνιο, αλλά μένω στην αντιπολίτευση για να μην αναλάβω το πολιτικό κόστος» δεν έχουν νόημα. Η χώρα χρειάζεται πανίσχυρη κυβέρνηση που θα εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα, ώστε να έλθει συντομότερα το τέλος των Μνημονίων.