Το υποθέταμε, αλλά ένα δημοσκοπικό εύρημα το επιβεβαίωσε: η διάκριση μνημονιακός – αντιμνημονιακός κατέληξε για το 73% του εκλογικού σώματος αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποδίδουν με τη λέξη irrelevant, ελληνιστί, άσχετη με την ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επειτα από ένα καλοκαίρι που δεν έμοιαζε με κανένα από τα προηγούμενα, ακούγεται φυσιολογικό. Δεν φαινόταν καθόλου πιθανό πριν από λίγους μήνες.

Την άνοιξη το βασικό σενάριο του ελληνικού πολιτικού παιχνιδιού ήθελε τον Αλέξη Τσίπρα κυρίαρχο, να κερδίζει χωρίς αντίπαλο τις εκλογές όταν τις προκαλούσε. Κι αν η σκληρή πρόσκρουση του ΣΥΡΙΖΑ με την πραγματικότητα οδήγησε το κόμμα στη διάσπαση, ήταν η δημοσκοπική αποσυσπείρωση που μούδιασε, κατά την ομολογία των στελεχών του, τα πολιτικά αντανακλαστικά του κόμματος. Ολα δείχνουν λοιπόν ότι οδηγούμαστε σε μια σφιχτή αναμέτρηση που μοιάζει με την πιο αμφίρροπη των τελευταίων ετών.

Εστω κι αν ξεθώριασε η κυρίαρχη διαχωριστική γραμμή της τελευταίας πενταετίας, το βασικό χαρακτηριστικό της προεκλογικής περιόδου είναι ότι κανένα από τα κόμματα που διεκδικούν την πρωτιά δεν έχει καταφέρει να θέσει ένα ξεκάθαρο δίλημμα και να ορίσει το πεδίο της σύγκρουσης. Στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να ποντάρουν στη μάχη παλιού – νέου, με την αντιπολίτευση να επιχειρεί να αποδομήσει το αφήγημα του νέου, ποντάροντας στην κυβερνητική θητεία του σχήματος ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Στο επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας εύχονται η ατζέντα να μετακινηθεί στο πεδίο τού ποιος μπορεί να εφαρμόσει το επόμενο μνημονιακό πρόγραμμα αποτελεσματικότερα, βασιζόμενοι στην αμφιθυμία του Τσίπρα και των στελεχών του απέναντι σε αυτό. Η παγίδα για τη Συγγρού είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κριθεί καταλληλότερος, εάν πείσει το εκλογικό σώμα ότι θα το πράξει με όρους διαρκούς επαναδιαπραγμάτευσης και κοινωνικής συνοχής.

Στη Νέα Δημοκρατία αντιλαμβάνονται ότι το σχέδιο «επιστροφή στο σπίτι» απέδωσε, αλλά έπιασε ταβάνι. Η συσπείρωση των ψηφοφόρων της είναι ψηλά και το επιτελείο της θα κλιμακώσει από εδώ και πέρα την καμπάνια με τρόπο που θα χτίζει ένα πρωθυπουργικό, υπερβατικό προφίλ στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη με στόχο τη δεξαμενή των αναποφάσιστων, που πάντως προέρχονται κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις διαρροές προς τη Λαϊκή Ενότητα χτίζοντας το προφίλ του ηγέτη ενός ευρύτερου χώρου που δεν κουβαλά τα βαρίδια του παρελθόντος, ούτε τους ακραίους που εγκατέλειψαν πια το κόμμα.

Το ερώτημα «ποιος με ποιον», δηλαδή το πώς θα συγκροτηθούν μετεκλογικά οι συνεργασίες είναι ίσως τελικά κι ένα στοιχείο που μπορεί να κρίνει το τελικό αποτέλεσμα. Στον ΣΥΡΙΖΑ κάνουν δεύτερες σκέψεις καθώς η αναγόρευση του Πάνου Καμμένου ως μοναδικού εταίρου δεν έχει δημοσκοπική αποδοχή, την ώρα που η Νέα Δημοκρατία ανοίγει συνεχώς τη βεντάλια των συνεργασιών. Συμπέρασμα: έχουμε μπροστά δύο ακόμη εβδομάδες με συγκρούσεις, διαφημιστικά σποτ, πόλωση, debate και διλήμματα στον δρόμο προς την κάλπη. Οι εκλογές διαθέτουν δυναμική. Κοινώς, δεν θα πλήξουμε. Αλλά μετά τη μέθη του προεκλογικού αγώνα, θα ακολουθήσει το hangover με τον λογαριασμό. Για αυτόν που μάλλον δεν θα ακούσουμε πολλά τις επόμενες δύο εβδομάδες.