Το πνιγμένο παιδάκι, που η εικόνα του συγκλόνισε όποιον την είδε, δεν είναι παρά η κορυφή στο παγόβουνο της φρίκης. Οι μυριάδες ξεριζωμένοι δεν είναι παρά η ανατριχιαστική απόδειξη της καταστροφής μιας χώρας.

Από το 2011, που η Αραβική Ανοιξη στη Συρία κατέληξε σε εμφύλιο, διακόσιες είκοσι χιλιάδες άνθρωποι –ο ένας στους δύο αμάχους –έχουν σκοτωθεί. Επτάμισι εκατομμύρια έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους και τέσσερα εκατομμύρια την πατρίδα τους για να σώσουν τη ζωή τους. Οι μισοί από τους πρόσφυγες είναι παιδιά. Εάν αθροίσεις τους παραπάνω αριθμούς και τους συγκρίνεις με τον προπολεμικό πληθυσμό της χώρας, θα σού κοπεί η ανάσα: από τα είκοσι τρία εκατομμύρια Σύρους, οι μισοί και πλέον έχουν στερηθεί τα πάντα. Ή σχεδόν τα πάντα.

Χρέος των κρατών υποδοχής –του καθενός, θα πρόσθετα εγώ, πολίτη –είναι να δώσουν από το υστέρημά τους για να απαλύνουν, όσο το δυνατόν, το ασήκωτο βάρος. Η Ευρώπη ιδίως, η οποία καυχιέται ως κοιτίδα του διαφωτισμού, ήπειρος – προφήτης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, υποχρεούται να απλώσει χέρι βοήθειας. Οι στίχοι του John Donne βρίσκουν στην τραγωδία των ημερών μας το πλήρες νόημά τους: «Ο κάθε θάνατος σε μειώνει, γιατί είσαι κομμάτι της ανθρωπότητας. Μη ρωτάς λοιπόν για ποιον χτυπά η καμπάνα –χτυπά για σένα…».

Πέρα όμως απ’ το παραπάνω –το απολύτως αυτονόητο για όσους διαθέτουν ψήγμα ευαισθησίας –εγείρεται και ένα πολύ πιο ζόρικο ζήτημα: επιτρέπεται σε μια χώρα να κατασπαράξει τον εαυτό της; Μια κοινωνία παρασυρμένη από άλογα πάθη, διχασμένη από ιδεοληψίες, καθοδηγούμενη από άθλιους ηγέτες μπορεί να αφήνεται στην αιματηρή της μοίρα; Η εθνική κυριαρχία, η μη επέμβαση στα εσωτερικά άλλων κρατών, συνιστά θέσφατο;

Εχουμε ζυμωθεί με την πεποίθηση πως οι μεγάλες δυνάμεις ποτέ δεν μπλέκονται σε ξένες υποθέσεις για καλό. Εχουμε μεγαλώσει με εικόνες στρατιωτικών κολοσσών να εξαπολύουν κόλαση πυρός στις πιο κακότυχες περιοχές του πλανήτη. Να αποφασίζουν «ανθρωπιστικούς» πολέμους που προκαλούσαν σοκ και δέος. Να οργανώνουν πραξικοπήματα ρητορεύοντας περί δημοκρατίας. Εχουμε καταδικάσει την εισβολή στο Ιράκ. Εχουμε διαδηλώσει εναντίον των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία.

Σήμερα ωστόσο, με τη Συρία, οι βεβαιότητές μας γκρεμίζονται. Είναι αρκετό να περιθάλψουμε τα εκατομμύρια των προσφύγων; Ή θα οφείλαμε να σπεύσουμε στην πηγή του κακού, να επέμβουμε δυναμικά και να επιβάλουμε την κατάπαυση του πυρός;

Εάν όλοι οι άνθρωποι αξίζουν τροφή, στέγη, μόρφωση, ελευθερία έκφρασης, ποιος θα τους τα εγγυηθεί; Η όποια τοπική, προσωρινή, ελέω Θεού δήθεν, κυβέρνηση;

Το παιδάκι που πνίγηκε στα παράλια της Τουρκίας στάθηκε απλώς εξαιρετικά άτυχο να γεννηθεί τη λάθος στιγμή στη λάθος χώρα; Ή το εγκαταλείψαμε εμείς –σεβόμενοι υποκριτικά την ανεξάρτητη Συρία –στην αποτρόπαια μοίρα του;

Υπάρχουν ασφαλώς συμφέροντα, μυστικές συμφωνίες, εμπόριο όπλων, φυσικού πλούτου, ψυχών… Υπάρχει όμως και η παγκόσμια κοινή γνώμη που εάν όρθωνε το ανάστημά της, θα επέβαλλε κάποιες τουλάχιστον κόκκινες γραμμές.

Ο Χίτλερ, από το 1935, είχε κάνει τον βίο αβίωτο στους γερμανούς Εβραίους, οι οποίοι δεν υπερέβαιναν το 2% του πληθυσμού του Ράιχ. Μια διεθνής επέμβαση, στο όνομα του σεβασμού και της ελάχιστης μειονότητας, θα έκοβε έγκαιρα το χέρι του λαοφίλητου τότε Φίρερ.

Δυστυχώς, οι καρκίνοι της Ιστορίας για να αντιμετωπιστούν πρέπει πρώτα να γίνουν μεταστατικοί…