Εδώ είμαστε, λοιπόν. Η Αριστερά κάνει αυτό που πάντοτε ήξερε να κάνει καλύτερα, να τρώει τις σάρκες της. Η Δεξιά αρνείται ότι είναι Δεξιά. Οι σοσιαλδημοκράτες λένε πως είναι μόνο εν μέρει σοσιαλδημοκράτες, χωρίς να λένε τι άλλο είναι. Η βλακώδης διχοτομία Μνημόνιο – αντιμνημόνιο μας άφησε χρόνους, αφού στράβωσε μυριάδες κόσμου. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού χρωματολογίου, από το off black των ΑΝΕΛ ώς το ξεβαμμένο κόκκινο ή ροζ του μαδημένου ΣΥΡΙΖΑ, είναι τώρα κλεισμένο σε μνημονιακό τελάρο. Η συζήτηση για το τρίτο Μνημόνιο αποφεύγεται από εκείνους που πρώτα το ευλόγησαν με την ψήφο τους στη Βουλή και τώρα το ξορκίζουν. Η έσχατη εφεδρεία, το εργαλείο της τεχνητής πόλωσης, έχει σκουριάσει. Τι απομένει;

Τα πρόσωπα. Οι αρχηγοί των κομμάτων που θα κρίνουν τη μορφή της μετεκλογικής κυβέρνησης. Η γιαγιά μου έλεγε ότι το πρόσωπο είναι σπαθί. Εννοούσε ότι η όψη ενός ανθρώπου, τα σουσούμια του, είναι για καλό ή για κακό του δραστικότερα από τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά του. Είχε δίκιο, τουλάχιστον στο πλαίσιο του δικού μας, παραδοσιακά εικονολατρικού πολιτισμού. Πράγμα που θα ικανοποιούσε και τον κ. Γιανναρά, με την ελληνορθόδοξη προσωπολογία του (ελληνικό πρόσωπο Vs λατινική persona).

Η φυσιογνωμία του Βαγγέλη Μεϊμαράκη θυμίζει, σε ελαφρώς πιο κοστουμάτη εκδοχή, τον Νίκο Φέρμα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, άφθαστο στον ρόλο του βαρύμαγκα, αλλά κατά βάθος με μαλακή καρδιά λαϊκού Ελληνα. Ο Μεϊμαράκης έχει σποραδικές εκρήξεις που τις χαρακτηρίζει το νταηλίκι του ύφους και το αντριλίκι του λεξιλογίου, αλλά αμέσως έπειτα γίνεται πάλι ήπιος και διαλλακτικός. Και οι δύο αυτές όψεις του είναι πιθανότατα αυθεντικές. Ενα τέτοιο προφίλ μοιάζει κατάλληλο όχι μόνο να επανασυσπειρώσει τους παραδοσιακούς, κυρίως λαϊκής προέλευσης συντηρητικούς εκλογείς, που τους αποξένωνε η μεγαλοαστική έπαρση και η σκληράδα των σωματικών εκφράσεων του Σαμαρά, αλλά και να προσελκύσει ψηφοφόρους από άλλους πολιτικούς χώρους, που τους απωθούσε η επιθετική δεξιά δημαγωγία εκείνου. Ηγετικές ικανότητες; Είναι πολύ αμφίβολο αν ο Μεϊμαράκης θα μπορούσε να κρατήσει μόνος του τα ηνία του κράτους, αλλά λίγοι περιμένουν από αυτόν κάτι τέτοιο.

Για τον Αλέξη Τσίπρα επικρατεί η άποψη ότι έχει το προσόν της νεαρής ηλικίας (στην Ελλάδα οι σαραντάρηδες θεωρούνται νεαροί). Μπορείτε όμως να φανταστείτε επικεφαλής ενός νικηφόρου ΣΥΡΙΖΑ τον Νίκο Παππά ή τον Τάσο Κορωνάκη, που είναι εξίσου νέοι; Με τίποτα. Ο Τσίπρας έχει το χάρισμα ενός προσώπου που καθρεφτίζει τέλεια τον χαρακτήρα δύο γενεών οι οποίες μεγάλωσαν προστατευμένες, με υλική άνεση, αλλά και με την αμηχανία μιας μεταϊδεολογικής εποχής, γενεών που νοσταλγούν τις παλιές ουτοπίες όχι τόσο για το περιεχόμενό τους όσο για την έξαρση που προκαλούσαν, και επιζητούν αυτή τη συγκίνηση με τη μέθοδο της προσομοίωσης. Αυτή τη χαρακτηριστική αντινομία προβάλλει το κοντράστ ανάμεσα στο κραυγαλέα ψεύτικο ύφος του όταν αγορεύει και το παιδικό, λίγο ντροπαλό, αλλά και αβαθές χαμόγελό του όταν δεν είναι στο βήμα. Ηγετικότητα; Αποδεδειγμένα δεν την έχει ως πρωθυπουργός, αλλά και σε αυτή την περίπτωση οι προσδοκίες έχουν κοντύνει.

Ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι η πιο παράδοξη μορφή στο πολιτικό σκηνικό. Μολονότι είναι ο μόνος πολιτικός αρχηγός που δεν προήλθε από κομματικό σωλήνα και ο μόνος που «έχει κολλήσει ένσημα», κατά την προσφιλή έκφρασή του, έχει επιλέξει να κηρύσσει τις, ενδιαφέρουσες κατά τα άλλα, θέσεις του σε γλώσσα πολιτικού τεχνοκράτη. Μολονότι παιδί λαϊκής οικογένειας μεγαλωμένο στη φτώχεια, δίνει την εντύπωση ότι απευθύνεται σε ένα ευκατάστατο και εκλεπτυσμένο κοινό. Μολονότι θα μπορούσε να είναι πιο αντιπροσωπευτικός για τον Ελληνα της πιάτσας από τους πολιτικούς ανταγωνιστές του, καλλιεργεί ένα προφίλ ευρωπαίου «εναλλακτικού». Ισως οι αντιφάσεις του αντανακλούν ευρύτερα διλήμματα. Πόσο θα μετρήσει όμως αυτό στην κάλπη;