Οι πρώτες δημοσκοπήσεις ενόψει των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου στέλνουν πολλαπλά μηνύματα στα πολιτικά κόμματα: το σημαντικότερο έγκειται στη διαπίστωση ότι η αυτοδυναμία δεν είναι εφικτός στόχος για κανέναν.

Με δεδομένη τη δέσμευση των μεγάλων κομμάτων ότι δεν πρόκειται να αποτολμηθεί και δεύτερος εκλογικός γύρος, είναι προφανές ότι μετεκλογικά το πρώτο κόμμα θα είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει κυβερνητικούς συμμάχους. Υπό προϋποθέσεις μάλιστα η συμμετοχή του δεύτερου κόμματος θα είναι υποχρεωτική, ώστε να υπάρξει βιώσιμη κυβέρνηση που θα δώσει σταθερότητα στη χώρα.

Με την έννοια αυτή, η τεχνητή ένταση ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία που εξυπηρετεί τις ανάγκες συσπείρωσης των ψηφοφόρων τους δεν είναι παραγωγική: όταν ένα μπουκάλι σπάσει, πολύ δύσκολα ξανακολλά.

Παρά τις βαθιές αλλαγές στο εκλογικό σώμα που οδήγησαν στον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων, τα κόμματα επιμένουν να λειτουργούν στη λογική του δικομματισμού, με βάση την οποία ο πρώτος των εκλογών αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση και ο δεύτερος ασκεί το έργο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ωστόσο η υπερψήφιση της συμφωνίας με τους δανειστές από όλα τα κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου δημιουργεί ένα κοινό πλαίσιο πολιτικής – και μάλιστα ιδιαίτερα ευρύ.

Τα κόμματα δεν μπορούν να πριονίζουν το κλαδί στο οποίο θα καθήσουν μετεκλογικά, υποκρινόμενα προεκλογικά ότι εκπροσωπούν διαφορετικούς κόσμους – ενώ θα είναι υποχρεωμένα να συνυπάρξουν.